헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιαρτάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιαρτάω περιαρτήσω

형태분석: περι (접두사) + ἀρτά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to hang round or on, to be hung round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιάρτω

περιάρτᾳς

περιάρτᾳ

쌍수 περιάρτᾱτον

περιάρτᾱτον

복수 περιάρτωμεν

περιάρτᾱτε

περιάρτωσιν*

접속법단수 περιάρτω

περιάρτῃς

περιάρτῃ

쌍수 περιάρτητον

περιάρτητον

복수 περιάρτωμεν

περιάρτητε

περιάρτωσιν*

기원법단수 περιάρτῳμι

περιάρτῳς

περιάρτῳ

쌍수 περιάρτῳτον

περιαρτῷτην

복수 περιάρτῳμεν

περιάρτῳτε

περιάρτῳεν

명령법단수 περιᾶρτᾱ

περιαρτᾶτω

쌍수 περιάρτᾱτον

περιαρτᾶτων

복수 περιάρτᾱτε

περιαρτῶντων, περιαρτᾶτωσαν

부정사 περιάρτᾱν

분사 남성여성중성
περιαρτων

περιαρτωντος

περιαρτωσα

περιαρτωσης

περιαρτων

περιαρτωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιάρτωμαι

περιάρτᾳ

περιάρτᾱται

쌍수 περιάρτᾱσθον

περιάρτᾱσθον

복수 περιαρτῶμεθα

περιάρτᾱσθε

περιάρτωνται

접속법단수 περιάρτωμαι

περιάρτῃ

περιάρτηται

쌍수 περιάρτησθον

περιάρτησθον

복수 περιαρτώμεθα

περιάρτησθε

περιάρτωνται

기원법단수 περιαρτῷμην

περιάρτῳο

περιάρτῳτο

쌍수 περιάρτῳσθον

περιαρτῷσθην

복수 περιαρτῷμεθα

περιάρτῳσθε

περιάρτῳντο

명령법단수 περιάρτω

περιαρτᾶσθω

쌍수 περιάρτᾱσθον

περιαρτᾶσθων

복수 περιάρτᾱσθε

περιαρτᾶσθων, περιαρτᾶσθωσαν

부정사 περιάρτᾱσθαι

분사 남성여성중성
περιαρτωμενος

περιαρτωμενου

περιαρτωμενη

περιαρτωμενης

περιαρτωμενον

περιαρτωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαρτήσω

περιαρτήσεις

περιαρτήσει

쌍수 περιαρτήσετον

περιαρτήσετον

복수 περιαρτήσομεν

περιαρτήσετε

περιαρτήσουσιν*

기원법단수 περιαρτήσοιμι

περιαρτήσοις

περιαρτήσοι

쌍수 περιαρτήσοιτον

περιαρτησοίτην

복수 περιαρτήσοιμεν

περιαρτήσοιτε

περιαρτήσοιεν

부정사 περιαρτήσειν

분사 남성여성중성
περιαρτησων

περιαρτησοντος

περιαρτησουσα

περιαρτησουσης

περιαρτησον

περιαρτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαρτήσομαι

περιαρτήσει, περιαρτήσῃ

περιαρτήσεται

쌍수 περιαρτήσεσθον

περιαρτήσεσθον

복수 περιαρτησόμεθα

περιαρτήσεσθε

περιαρτήσονται

기원법단수 περιαρτησοίμην

περιαρτήσοιο

περιαρτήσοιτο

쌍수 περιαρτήσοισθον

περιαρτησοίσθην

복수 περιαρτησοίμεθα

περιαρτήσοισθε

περιαρτήσοιντο

부정사 περιαρτήσεσθαι

분사 남성여성중성
περιαρτησομενος

περιαρτησομενου

περιαρτησομενη

περιαρτησομενης

περιαρτησομενον

περιαρτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to hang round or on

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION