- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πένης?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: penēs 고전 발음: [뻬네:] 신약 발음: [빼네]

기본형: πένης πένητος

형태분석: πενητ (어간) + ς (어미)

어원: πένομαι

  1. 자기 손으로 살아가는, 일용직의, 가난뱅이, 빈자, 거지
  1. one who works for his daily bread, a day-labourer, a poor man, (beggar)
  2. of a poor man, poor in

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πένης

자기 손으로 살아가는이

πένητε

자기 손으로 살아가는들이

πένητες

자기 손으로 살아가는들이

속격 πένητος

자기 손으로 살아가는의

πενήτοιν

자기 손으로 살아가는들의

πενήτων

자기 손으로 살아가는들의

여격 πένητι

자기 손으로 살아가는에게

πενήτοιν

자기 손으로 살아가는들에게

πένησι(ν)

자기 손으로 살아가는들에게

대격 πένητα

자기 손으로 살아가는을

πένητε

자기 손으로 살아가는들을

πένητας

자기 손으로 살아가는들을

호격 πένη

자기 손으로 살아가는아

πένητε

자기 손으로 살아가는들아

πένητες

자기 손으로 살아가는들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν. ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, τὸ κέρας αὐτοῦ ὑψωθήσεται ἐν δόξῃ. (Septuagint, Liber Psalmorum 111:9)

    (70인역 성경, 시편 111:9)

  • τοῖς μέντοι πένησιν ἡμιτέλεια τῶν κακῶν ἐδίδοτο, καὶ διαναπαυόμενοι πάλιν ἐκολάζοντο. (Lucian, Necyomantia, (no name) 14:5)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 14:5)

  • ἡμεῖς μὲν γὰρ ἅπαντα πρὸ ὀφθαλμῶν λαβόντες ἅ γέγραφας, ὡς καλὸν ἐπικουρεῖν ἀπὸ πολλῶν τοῖς δεομένοις καὶ ὡς ἥδιον συνεῖναι καὶ συνευωχεῖσθαι τοῖς πένησιν, ἀεὶ διετελοῦμεν οὕτως ποιοῦντες ἰσοδίαιτοι καθεστῶτες, ὡς ἂν μηδὲ τὸν συνδαίτην αὐτὸν αἰτιάσασθαί τι. (Lucian, Saturnalia, letter 4 1:5)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 4 1:5)

  • διὸ καὶ μάλιστα τοῖς πολλοῖς ἐπαχθὴς ἦν ἐν ταῖς περὶ χρεῶν διαφοραῖς πρὸς τὸν δῆμον, ὡς οὐκ ἐπὶ κέρδεσιν, ἀλλὰ δι ὕβριν καὶ περιφροσύνην τοῖς πένησιν ἐπηρεάζων. (Plutarch, Comparison of Alcibiades and Coriolanus, chapter 3 1:3)

    (플루타르코스, Comparison of Alcibiades and Coriolanus, chapter 3 1:3)

  • ἆρα δῆτ οὐκ αὐτὰ δῆλα τοῖς πένησιν, ἡ τυραννὶς ὡς λάθρᾳ γ ἐλάνθαν ὑπιοῦσά με, εἰ σύ γ ὦ πόνῳ πόνηρε καὶ κομηταμυνία τῶν νόμων ἡμᾶς ἀπείργεις ὧν ἔθηκεν ἡ πόλις, οὔτε τιν ἔχων πρόφασιν οὔτε λόγον εὐτράπελον, αὐτὸς ἄρχων μόνος· (Aristophanes, Wasps, Choral, antistrophe2)

    (아리스토파네스, Wasps, Choral, antistrophe2)

유의어

  1. 자기 손으로 살아가는

  2. of a poor man

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION