헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παῦσις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παῦσις παύσεως

형태분석: παυσι (어간) + ς (어미)

  1. stopping, ceasing

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδὲ ἔλεγχοσ ὑμῶν ρήμασί με παύσει, οὐδὲ γὰρ ὑμῶν φθέγμα ρήματοσ ἀνέξομαι. (Septuagint, Liber Iob 6:26)

    (70인역 성경, 욥기 6:26)

  • καὶ οἰκοδομηθήσονταί σου αἱ ἔρημοι αἰώνιοι, καὶ ἔσται σου τὰ θεμέλια αἰώνια γενεῶν γενεαῖσ. καὶ κληθήσῃ Οἰκοδόμοσ φραγμῶν, καὶ τοὺσ τρίβουσ τοὺσ ἀναμέσον παύσεισ. (Septuagint, Liber Isaiae 58:12)

    (70인역 성경, 이사야서 58:12)

  • οὐκ ἔστιν ἔτι ἰατρεία Μωάβ, γαυρίαμα ἐν Ἐσεβών. ἐλογίσαντο ἐπ’ αὐτὴν κακά. ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνουσ, καὶ παῦσιν παύσεται, ὄπισθέν σου βαδιεῖται μάχαιρα. (Septuagint, Liber Ieremiae 31:2)

    (70인역 성경, 예레미야서 31:2)

  • ὕβριοσ ὑψινόου παύσει, δίκασ θνατοῖσι κραίνων· (Bacchylides, , epinicians, ode 13 2:1)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 13 2:1)

  • καίτοι ἑνὸσ τοῦ ἀναγκαιοτάτου προσδεῖ, ὃσ περιθέμενόν σε παύσει μωραίνοντα τὴν πολλὴν ταύτην κόρυζαν ἀποξύσασ. (Lucian, 77:6)

    (루키아노스, 77:6)

유의어

  1. stopping

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION