Ancient Greek-English Dictionary Language

παρευτρεπίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παρευτρεπίζω παρευτρεπίσω

Structure: παρ (Prefix) + εὐτρεπίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to put in order, arrange, make ready
  2. to arrange badly, neglect

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρευτρεπίζω παρευτρεπίζεις παρευτρεπίζει
Dual παρευτρεπίζετον παρευτρεπίζετον
Plural παρευτρεπίζομεν παρευτρεπίζετε παρευτρεπίζουσιν*
SubjunctiveSingular παρευτρεπίζω παρευτρεπίζῃς παρευτρεπίζῃ
Dual παρευτρεπίζητον παρευτρεπίζητον
Plural παρευτρεπίζωμεν παρευτρεπίζητε παρευτρεπίζωσιν*
OptativeSingular παρευτρεπίζοιμι παρευτρεπίζοις παρευτρεπίζοι
Dual παρευτρεπίζοιτον παρευτρεπιζοίτην
Plural παρευτρεπίζοιμεν παρευτρεπίζοιτε παρευτρεπίζοιεν
ImperativeSingular παρευτρέπιζε παρευτρεπιζέτω
Dual παρευτρεπίζετον παρευτρεπιζέτων
Plural παρευτρεπίζετε παρευτρεπιζόντων, παρευτρεπιζέτωσαν
Infinitive παρευτρεπίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρευτρεπιζων παρευτρεπιζοντος παρευτρεπιζουσα παρευτρεπιζουσης παρευτρεπιζον παρευτρεπιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρευτρεπίζομαι παρευτρεπίζει, παρευτρεπίζῃ παρευτρεπίζεται
Dual παρευτρεπίζεσθον παρευτρεπίζεσθον
Plural παρευτρεπιζόμεθα παρευτρεπίζεσθε παρευτρεπίζονται
SubjunctiveSingular παρευτρεπίζωμαι παρευτρεπίζῃ παρευτρεπίζηται
Dual παρευτρεπίζησθον παρευτρεπίζησθον
Plural παρευτρεπιζώμεθα παρευτρεπίζησθε παρευτρεπίζωνται
OptativeSingular παρευτρεπιζοίμην παρευτρεπίζοιο παρευτρεπίζοιτο
Dual παρευτρεπίζοισθον παρευτρεπιζοίσθην
Plural παρευτρεπιζοίμεθα παρευτρεπίζοισθε παρευτρεπίζοιντο
ImperativeSingular παρευτρεπίζου παρευτρεπιζέσθω
Dual παρευτρεπίζεσθον παρευτρεπιζέσθων
Plural παρευτρεπίζεσθε παρευτρεπιζέσθων, παρευτρεπιζέσθωσαν
Infinitive παρευτρεπίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρευτρεπιζομενος παρευτρεπιζομενου παρευτρεπιζομενη παρευτρεπιζομενης παρευτρεπιζομενον παρευτρεπιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to put in order

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION