- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὅς?

대명사; 로마알파벳 전사: hos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὅς

  1. (관계대명사) ~하는
  1. (relative) who, which, that

곡용 정보

남성 여성 중성
단수주격 ὅς

속격 οὗ

ἧς

οὗ

여격

대격 ὅν

ἥν

호격
쌍수주/대/호

속/여 οἷν

αἷν

οἷν

복수주격 οἵ

αἵ

속격 ὧν

ὧν

ὧν

여격 οἷς

αἷς

οἷς

대격 οὕς

ἅς

호격

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι τοῦ Ἀδάμ, ἃς ἔζησε μετά τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Σήθ, ἔτη ἑπτακόσια, καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. (Septuagint, Liber Genesis 5:4)

    (70인역 성경, 창세기 5:4)

  • καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἀδάμ, ἃς ἔζησε, τριάκοντα καὶ ἐννακόσια ἔτη, καὶ ἀπέθανεν. (Septuagint, Liber Genesis 5:5)

    (70인역 성경, 창세기 5:5)

  • καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Μαθουσάλα, ἃς ἔζησεν, ἐννέα καὶ ἑξήκοντα καὶ ἐννακόσια ἔτη, καὶ ἀπέθανε. (Septuagint, Liber Genesis 5:27)

    (70인역 성경, 창세기 5:27)

  • ἡνίκα δὲ ὄρθρος ἐγίνετο, ἐσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες. ἀναστὰς λάβε τὴν γυναῖκά σου καὶ τὰς δύο θυγατέρας σου, ἃς ἔχεις, καὶ ἔξελθε, ἵνα μὴ καὶ σὺ συναπόλῃ ταῖς ἀνομίαις τῆς πόλεως. (Septuagint, Liber Genesis 19:15)

    (70인역 성경, 창세기 19:15)

  • καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ τῷ Ἁβραάμ. τί εἰσιν αἱ ἑπτὰ ἀμνάδες τῶν προβάτων τούτων, ἃς ἔστησας μόνας; (Septuagint, Liber Genesis 21:29)

    (70인역 성경, 창세기 21:29)

유의어

  1. ~하는

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION