헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀργή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀργή ὀργῆς

형태분석: ὀργ (어간) + η (어미)

  1. 심장, 질, 성질, 성격, 본성, 나름
  2. 성, 분노, 화, 노여움
  1. temper, temperament, disposition, nature, heart
  2. passion, anger, wrath

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὀργή

심장이

ὀργᾱ́

심장들이

ὀργαί

심장들이

속격 ὀργῆς

심장의

ὀργαῖν

심장들의

ὀργῶν

심장들의

여격 ὀργῇ

심장에게

ὀργαῖν

심장들에게

ὀργαῖς

심장들에게

대격 ὀργήν

심장을

ὀργᾱ́

심장들을

ὀργᾱ́ς

심장들을

호격 ὀργή

심장아

ὀργᾱ́

심장들아

ὀργαί

심장들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λαβὼν δὲ τὰσ βασιλικὰσ ἐντολὰσ παρεγένετο, τῆσ μὲν ἀρχιερωσύνησ οὐδὲν ἄξιον φέρων, θυμοὺσ δὲ ὠμοῦ τυράννου καὶ θηρὸσ βαρβάρου ὀργὰσ ἔχων. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:25)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:25)

  • ΟΡΓΗ ἀπόλλυσι καὶ φρονίμουσ, ἀπόκρισισ δὲ ὑποπίπτουσα ἀποστρέφει θυμόν, λόγοσ δὲ λυπηρὸσ ἐγείρει ὀργάσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 15:1)

    (70인역 성경, 잠언 15:1)

  • δόσισ λάθριοσ ἀνατρέπει ὀργάσ, δώρων δὲ ὁ φειδόμενοσ θυμὸν ἐγείρει ἰσχυρόν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 21:13)

    (70인역 성경, 잠언 21:13)

  • πραότητοσ δ’ ἐστὶ τὸ δύνασθαι φέρειν μετρίωσ ἐγκλήματα καὶ ὀλιγωρίασ, καὶ τὸ μὴ ταχέωσ ὁρμᾶν ἐπὶ τὰσ τιμωρίασ, καὶ τὸ μὴ εὐκίνητον εἶναι πρὸσ τὰσ ὀργάσ, ἄπικρον δὲ τῷ ἤθει καὶ ἀφιλόνεικον, ἔχοντα τὸ ἠρεμαῖον ἐν τῇ ψυχῇ καὶ στάσιμον. (Aristotle, Virtues and Vices 15:3)

    (아리스토텔레스, Virtues and Vices 15:3)

  • ἢν γοῦν τοὺσ βασιλέασ αὐτῶν ἴδῃ τισ, οἵπερ εὐδαιμονέστατοι εἶναι δοκοῦσιν, ἔξω τοῦ ἀβεβαίου ὡσ φὴσ καὶ ^ ἀμφιβόλου τῆσ τύχησ, πλείω τῶν ἡδέων τὰ ἀνιαρὰ εὑρήσει προσόντα αὐτοῖσ, φόβουσ καὶ ταραχὰσ καὶ μίση καὶ ἐπιβουλὰσ καὶ ὀργὰσ καὶ κολακείασ· (Lucian, Contemplantes, (no name) 18:2)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 18:2)

유의어

  1. 심장

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION