ὅπη
;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ὅπη
Etym.: properly dat. from an old Pron. O(po/s
Sense
- by which way, where, whither
- in what way, how, in any manner, in some way
- τοῦτο μὲν σὸν ἂν εἰή τοῦ δικαστοῦ, καὶ πρόσταττε ὅπη καὶ θέλεισ. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 9:7)
- ὅπη καὶ θέλω; (Lucian, Dearum judicium, (no name) 9:8)
- ἀλλ’ ὅμωσ οἱ μάταιοι καὶ βοῶσι καὶ μεταστειλάμενοί τινα θρήνων σοφιστὴν πολλὰσ συνειλοχότα παλαιὰσ συμφορὰσ τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ χορηγῷ τῆσ ἀνοίασ καταχρῶνται, ὅπη ἂν ἐκεῖνοσ ἐξάρχῃ πρὸσ τὸ μέλοσ ἐπαιάζοντεσ. (Lucian, (no name) 18:3)
- εὐκίνητοσ δὲ τὸ μετὰ τοῦτο πάντωσ ἔστω καὶ τὸ σῶμα λελυμένοσ τε ἅμα καὶ συμπεπηγώσ, ὡσ λυγίζεσθαί τε ὅπη καιρὸσ καὶ συνεστάναι καρτερῶσ, εἰ τούτου δέοι. (Lucian, De saltatione, (no name) 77:1)
- οὐ μὴν εἶχόν γε ὅπη τῶν λόγων τραπόμενοσ ἀνεπίληπτόν τι αὐτῶν εὑρ́οιμι καὶ ὑπὸ θατέρου μηδαμῆ περιτρεπόμενον. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 10:2)
- μᾶλλον δέ, εἰ δοκεῖ, αὐτὸσ παρελθὼν ὁ λόγοσ ὑπὲρ ἑαυτοῦ καθάπερ ἐν δικασταῖσ ὑμῖν εἰπάτω, ὅπῃ λυσιτελέστερον ἡγεῖται τῷ λέγοντι εὐτέλειαν οἴκου καὶ ἀμορφίαν. (Lucian, De Domo, (no name) 14:2)
- τὼ νεανία τὼ ἑταίρω Πυλάδησ τε ὁ Φωκεὺσ καὶ Ὀρέστησ δοκῶν ἤδη τεθνάναι λαθόντ’ ἐσ τὰ βασίλεια παρελθόντε φονεύουσιν ἄμφω τὸν Αἴγισθον ἡ δὲ Κλυταιμήστρα ἤδη ἀνῄρηται καὶ ἐπ’ εὐνῆσ τινοσ ἡμίγυμνοσ πρόκειται καὶ θεραπεία πᾶσα ἐκπεπληγμένοι τὸ ἔργον οἱ μὲν ὥσπερ βοῶσιν, οἱ δέ τινεσ ὅπῃ φύγωσι περιβλέπουσι. (Lucian, De Domo, (no name) 23:2)
Synonyms
-
by which way
- ᾗ (which way, where, whither)
- ἔνθα ( where, whither )
- ἔνθαπερ (there where, where, whither)
- ποῖ ( whither? whereto? where?)
- πῆ (which way?)
-
in what way
- ὅπως ( in what manner, how)
- ποῦ ( how?, in what manner?)
- πη (by some way, to some place, to any place)
- κοίῃ (how? in what way? in what respect?)