κοίῃ?
;
자동번역
Transliteration: koiēi
Principal Part:
κοίῃ
Etym.: ionic for ποίᾳ, dat. sg. of ποῖος, ionic κοῖος
Sense
- how? in what way? in what respect?
- "κοίῃ δὴ κρίνεις Τέλλον εἶναι ὀλβιώτατον· (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 30 5:2)
- "ὦναξ, ἐγὼ μὲν ἦλθον παρὰ σὲ χρησάμενος περὶ τῆς φωνῆς, σὺ δέ μοι ἄλλα ἀδύνατα χρᾷς, κελεύων Λιβύην ἀποικίζειν τέῳ δυνάμι, κοίῃ χειρί· (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 155 4:2)
- εὖτ ἂν ἐκεῖνα ἴδῃς, μέμνησό μοι τουτέων, κοίη ἐκείνου ἀοιδή, κοίη δὲ καὶ ἡ λύρη, κοῖος δὲ καὶ ταῦρος ἢ ὁκοῖος λέων Ὀρφέος ἐπαϊούσιν. (Lucian, De astrologia, (no name) 10:6)
- κοίη ὦν αἰτίη ξοανουργίης τοῖσι ἐν τῷ ἠέρι φαινομένοισι· (Lucian, De Syria dea, (no name) 34:5)
- ὑὸς δὲ κοῖαι μὲν εἰσὶ χεῖρες, κοίη δὲ αἰχμὴ σιδηρέη τὴν σὺ φοβέαι· (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 39 3:2)
Synonyms
-
how? in what way? in what respect?
- δαί (what? how)
- πῆ (in what way? how?, how tell me?, how exactly?)
- ὅπη (in what way, how, in any manner)
- ὅπως ( in what manner, how)
- ποῦ ( how?, in what manner?)
- ποσαχῶς? (in how many ways?)