헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀνομαστικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀνομαστικός

형태분석: ὀνομαστικ (어간) + ος (어미)

  1. good at naming
  2. Of or concerning naming
  3. (elliptically for ὀνομαστική πτῶσις ‎(ptôsis)) the nominative case

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀνομαστικός

(이)가

ὀνομαστική

(이)가

ὀνομάστικον

(것)가

속격 ὀνομαστικοῦ

(이)의

ὀνομαστικῆς

(이)의

ὀνομαστίκου

(것)의

여격 ὀνομαστικῷ

(이)에게

ὀνομαστικῇ

(이)에게

ὀνομαστίκῳ

(것)에게

대격 ὀνομαστικόν

(이)를

ὀνομαστικήν

(이)를

ὀνομάστικον

(것)를

호격 ὀνομαστικέ

(이)야

ὀνομαστική

(이)야

ὀνομάστικον

(것)야

쌍수주/대/호 ὀνομαστικώ

(이)들이

ὀνομαστικᾱ́

(이)들이

ὀνομαστίκω

(것)들이

속/여 ὀνομαστικοῖν

(이)들의

ὀνομαστικαῖν

(이)들의

ὀνομαστίκοιν

(것)들의

복수주격 ὀνομαστικοί

(이)들이

ὀνομαστικαί

(이)들이

ὀνομάστικα

(것)들이

속격 ὀνομαστικῶν

(이)들의

ὀνομαστικῶν

(이)들의

ὀνομαστίκων

(것)들의

여격 ὀνομαστικοῖς

(이)들에게

ὀνομαστικαῖς

(이)들에게

ὀνομαστίκοις

(것)들에게

대격 ὀνομαστικούς

(이)들을

ὀνομαστικᾱ́ς

(이)들을

ὀνομάστικα

(것)들을

호격 ὀνομαστικοί

(이)들아

ὀνομαστικαί

(이)들아

ὀνομάστικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτο ἔμοιγε δοκεῖ, ὦ Σώκρατεσ, ὅπερ πάλαι ζητοῦμεν, οὗτοσ ἂν εἶναι ὁ ὀνομαστικόσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 246:4)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 246:4)

유의어

  1. good at naming

  2. Of or concerning naming

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION