- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οἰστός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: oistos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: οἰστός οἰστή οἰστόν

형태분석: οἰστ (어간) + ος (어미)

어원: φέρω의 분사형

  1. 견딜 수 있는, 버틸 수 있는, 유지할 수 있는
  1. that must be borne, endurable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 οἰστός

견딜 수 있는 (이)가

οἰστή

견딜 수 있는 (이)가

οἰστόν

견딜 수 있는 (것)가

속격 οἰστοῦ

견딜 수 있는 (이)의

οἰστῆς

견딜 수 있는 (이)의

οἰστοῦ

견딜 수 있는 (것)의

여격 οἰστῷ

견딜 수 있는 (이)에게

οἰστῇ

견딜 수 있는 (이)에게

οἰστῷ

견딜 수 있는 (것)에게

대격 οἰστόν

견딜 수 있는 (이)를

οἰστήν

견딜 수 있는 (이)를

οἰστόν

견딜 수 있는 (것)를

호격 οἰστέ

견딜 수 있는 (이)야

οἰστή

견딜 수 있는 (이)야

οἰστόν

견딜 수 있는 (것)야

쌍수주/대/호 οἰστώ

견딜 수 있는 (이)들이

οἰστά

견딜 수 있는 (이)들이

οἰστώ

견딜 수 있는 (것)들이

속/여 οἰστοῖν

견딜 수 있는 (이)들의

οἰσταῖν

견딜 수 있는 (이)들의

οἰστοῖν

견딜 수 있는 (것)들의

복수주격 οἰστοί

견딜 수 있는 (이)들이

οἰσταί

견딜 수 있는 (이)들이

οἰστά

견딜 수 있는 (것)들이

속격 οἰστῶν

견딜 수 있는 (이)들의

οἰστῶν

견딜 수 있는 (이)들의

οἰστῶν

견딜 수 있는 (것)들의

여격 οἰστοῖς

견딜 수 있는 (이)들에게

οἰσταῖς

견딜 수 있는 (이)들에게

οἰστοῖς

견딜 수 있는 (것)들에게

대격 οἰστούς

견딜 수 있는 (이)들을

οἰστάς

견딜 수 있는 (이)들을

οἰστά

견딜 수 있는 (것)들을

호격 οἰστοί

견딜 수 있는 (이)들아

οἰσταί

견딜 수 있는 (이)들아

οἰστά

견딜 수 있는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 οἰστός

οἰστοῦ

견딜 수 있는 (이)의

οἰστότερος

οἰστοτεροῦ

더 견딜 수 있는 (이)의

οἰστότατος

οἰστοτατοῦ

가장 견딜 수 있는 (이)의

부사 οἰστώς

οἰστότερον

οἰστότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μέχρι μὲν γὰρ ὀλίγοις ἐπεχείρει, τέτταρα κατατολμῶν καὶ τετταράκοντα λέγειν, ἔτι δὲ τήμερον καὶ τὰ ὅμοια ἐπισπώμενον ἴδια ταυτὶ λέγειν, ἀποστεροῦν με τῶν συγγεγενημένων καὶ συντεθραμμένων γραμμάτων, συνήθειαν ᾤμην ^ καὶ οἰστὸν ἦν μοι τὸ ἄκουσμα καὶ οὐ πάνυ τι ἐδακνόμην ἐπ αὐτοῖς. (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 7:3)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 7:3)

  • δεῖ οὖν ὥσπερ ἐν τοῖς Περσικοῖς δείπνοις κάτω νεύοντα κατακεῖσθαι, δεδιότα μή τις εὐνοῦχός σε ἴδῃ προσβλέψαντα μιᾷ, τῶν παλλακίδων, ἐπεὶ ἄλλος γε εὐνοῦχος ἐντεταμένον πάλαι τὸ τόξον ἔχων ἃ μὴ θέμις ὁρῶντα ἕτοιμος κολάσαι διαπείρας τῷ οἰστῷ μεταξὺ πίνοντος τὴν γνάθον. (Lucian, De mercede, (no name) 29:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 29:3)

  • Τί δήποτε, ὦ Ἔρως, τοὺς μὲν ἄλλους θεοὺς κατηγωνίσω ἅπαντας, τὸν Δία, τὸν Ποσειδῶ, τὸν Ἀπόλλω, τὴν Ῥέαν, ἐμὲ τὴν μητέρα, μόνης δὲ ἀπέχῃ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ ἐπ᾿ ἐκείνης ἄπυρος μέν σοι ἡ δᾴς, κενὴ δὲ οἰστῶν ἡ φαρέτρα, σὺ δὲ ἄτοξος εἶ καὶ ἄστοχος· (Lucian, Dialogi deorum, 1:1)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 1:1)

  • ὥστε ἄλλῳ παραδοὺς τὸ δεξιὸν ἐμὲ Ἀντίπατρόν τινα ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος ἐάσον, μή με καὶ διαπείρῃ τις οἰστῷ ἄθλιον βαλὼν ἐς τὰ γυμνὰ περὶ Σοῦσα ἢ Βάκτρα ἡγούμενόν σοι τῆς φάλαγγος. (Lucian, 56:4)

    (루키아노스, 56:4)

  • ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ ἔχουσιν εὔστοχον, ἓν μὲν τὸ λῷστον, μυρίους οἰστοὺς ἀφεὶς ἄλλοις τὸ σῶμα ῥύεται μὴ κατθανεῖν, ἑκὰς δ ἀφεστὼς πολεμίους ἀμύνεται τυφλοῖς ὁρῶντας οὐτάσας τοξεύμασιν τὸ σῶμά τ οὐ δίδωσι τοῖς ἐναντίοις, ἐν εὐφυλάκτῳ δ ἐστί: (Euripides, Heracles, episode 1:15)

    (에우리피데스, Heracles, episode 1:15)

  • ὁ γὰρ ὀιστὸς αὐτοῖσιν ὀλίγον ἀποδέων τριπήχεος, οὐδέ τι ἀντέχει τοξευθὲν πρὸς Ἰνδοῦ ἀνδρὸς τοξικοῦ, οὔτε ἀσπὶς οὔτε θώρηξ οὔτε εἴ τι καρτερώτερον ἐγένετο. (Arrian, Indica, chapter 16 7:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 16 7:1)

  • αὖ ἔρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν καὶ λίγξε βιός, νευρὴ δὲ μέγ ἰάχεν, ἆλτο δ ὀιστός καὶ σφαῖραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια: (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 533)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 533)

  • ἐν πᾶσι δὲ τῷ ἐνέργειαν ποιεῖν εὐδοκιμεῖ, οἱο῀ν ἐν τοῖσδε, αὖτις ἐπὶ δάπεδόνδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής, καὶ ἔπτατ ὀιστός, καὶ ἐπιπτέσθαι μενεαίνων, καὶ ἐν γαίῃ ἵσταντο λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι, καὶ αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα. (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 11 3:2)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 11 3:2)

  • εἰς ὑπέρθυρον οἴκου ἐν Κυζίκῳ σωθέντος ἀπὸ πυρός Μῶμε μιαιφόνε, σός σε κατέκτανε πικρὸς ὀιστός: (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 1031)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 1, chapter 1031)

  • διὰ στόματος γὰρ ὀιστὸς ἠίξεν, τυτθοῦ βαιὸν ὕπερθε βρέφους. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 3313)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 3313)

유의어

  1. 견딜 수 있는

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION