Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀγκόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀγκόω

Structure: ὀγκό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from !egk, in e)negkei=n

Sense

  1. to heap up
  2. to bring to honour and dignity, exalt, extol, to puff up, to be puffed up, inflated, to be honoured

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ό̓γκω ό̓γκοις ό̓γκοι
Dual ό̓γκουτον ό̓γκουτον
Plural ό̓γκουμεν ό̓γκουτε ό̓γκουσιν*
SubjunctiveSingular ό̓γκω ό̓γκοις ό̓γκοι
Dual ό̓γκωτον ό̓γκωτον
Plural ό̓γκωμεν ό̓γκωτε ό̓γκωσιν*
OptativeSingular ό̓γκοιμι ό̓γκοις ό̓γκοι
Dual ό̓γκοιτον ὀγκοίτην
Plural ό̓γκοιμεν ό̓γκοιτε ό̓γκοιεν
ImperativeSingular ο͂̓γκου ὀγκοῦτω
Dual ό̓γκουτον ὀγκοῦτων
Plural ό̓γκουτε ὀγκοῦντων, ὀγκοῦτωσαν
Infinitive ό̓γκουν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀγκων ὀγκουντος ὀγκουσα ὀγκουσης ὀγκουν ὀγκουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ό̓γκουμαι ό̓γκοι ό̓γκουται
Dual ό̓γκουσθον ό̓γκουσθον
Plural ὀγκοῦμεθα ό̓γκουσθε ό̓γκουνται
SubjunctiveSingular ό̓γκωμαι ό̓γκοι ό̓γκωται
Dual ό̓γκωσθον ό̓γκωσθον
Plural ὀγκώμεθα ό̓γκωσθε ό̓γκωνται
OptativeSingular ὀγκοίμην ό̓γκοιο ό̓γκοιτο
Dual ό̓γκοισθον ὀγκοίσθην
Plural ὀγκοίμεθα ό̓γκοισθε ό̓γκοιντο
ImperativeSingular ό̓γκου ὀγκοῦσθω
Dual ό̓γκουσθον ὀγκοῦσθων
Plural ό̓γκουσθε ὀγκοῦσθων, ὀγκοῦσθωσαν
Infinitive ό̓γκουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀγκουμενος ὀγκουμενου ὀγκουμενη ὀγκουμενης ὀγκουμενον ὀγκουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ οὐθὲν ἐμποδοστατεῖ τῶν ἐν τοῖσ μετεώροισ φαινομένων, ἐάν τισ τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου ἀεὶ μνήμην ἔχῃ καὶ τὰσ ἀκολούθουσ αὐτοῖσ ὑποθέσεισ ἅμα καὶ αἰτίασ συνθεωρῇ καὶ μὴ ἀναβλέπων εἰσ τὰ ἀνακόλουθα ταῦτ’ ὀγκοῖ ματαίωσ καὶ καταρρέπῃ ἄλλοτε ἄλλωσ ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 95:2)
  • γίγνονται δὲ τῶν ἄρθρων καὶ ἐπιπωρώσιεσ · τὰ πρῶτα μὲν ὁκοῖον ἀποστάσιεσ ἴσχουσι · ἐπὶ δὲ μᾶλλον πυκνοῦνται, καὶ πηγνυμένου τοῦ ὑγροῦ ἀπηνέεσ αἱ ἀφέσιεσ · τέλοσ δὲ πῶροι στερροὶ, λευκοὶ ξυνίστανται· ἐσ δὲ πᾶν ὄγκοι σμικροὶ ὁκοῖον ἰόνθοι καὶ μέζονεσ · ὑγρὸν δὲ παχὺ, λευκὸν, χαλαζῶδεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 329)
  • καίτοι χρῶνται καὶ λέγουσι μέγα μικρόν, πολὺ ὀλίγον, ἐξ ὧν οἱ ἀριθμοί, μακρὸν βραχύ, ἐξ ὧν τὸ μῆκοσ, πλατὺ στενόν, ἐξ ὧν τὸ ἐπίπεδον, βαθὺ ταπεινόν, ἐξ ὧν οἱ ὄγκοι· (Aristotle, Metaphysics, Book 14 50:1)
  • οὐκοῦν πολλοὶ ὄγκοι ἔσονται, εἷσ ἕκαστοσ φαινόμενοσ, ὢν δὲ οὔ, εἴπερ ἓν μὴ ἔσται; (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 409:3)
  • τοῦ δ’ ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν ὀξέεσ ὄγκοι. (Homer, Iliad, Book 4 21:4)
  • "Καὶ μὴν καὶ τὴν ὀσμὴν νομιστέον, ὥσπερ καὶ τὴν ἀκοὴν οὐκ ἄν ποτε οὐθὲν πάθοσ ἐργάσασθαι, εἰ μὴ ὄγκοι τινὲσ ἦσαν ἀπὸ τοῦ πράγματοσ ἀποφερόμενοι σύμμετροι πρὸσ τοῦτο τὸ αἰσθητήριον κινεῖν, οἱ μὲν τοῖοι τεταραγμένωσ καὶ ἀλλοτρίωσ, οἱ δὲ τοῖοι ἀταράχωσ καὶ οἰκείωσ ἔχοντεσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 53:3)

Synonyms

  1. to heap up

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION