Ancient Greek-English Dictionary Language

νηστεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νηστεύω νηστεύσω

Structure: νηστεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to fast

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νηστεύω νηστεύεις νηστεύει
Dual νηστεύετον νηστεύετον
Plural νηστεύομεν νηστεύετε νηστεύουσιν*
SubjunctiveSingular νηστεύω νηστεύῃς νηστεύῃ
Dual νηστεύητον νηστεύητον
Plural νηστεύωμεν νηστεύητε νηστεύωσιν*
OptativeSingular νηστεύοιμι νηστεύοις νηστεύοι
Dual νηστεύοιτον νηστευοίτην
Plural νηστεύοιμεν νηστεύοιτε νηστεύοιεν
ImperativeSingular νήστευε νηστευέτω
Dual νηστεύετον νηστευέτων
Plural νηστεύετε νηστευόντων, νηστευέτωσαν
Infinitive νηστεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
νηστευων νηστευοντος νηστευουσα νηστευουσης νηστευον νηστευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νηστεύομαι νηστεύει, νηστεύῃ νηστεύεται
Dual νηστεύεσθον νηστεύεσθον
Plural νηστευόμεθα νηστεύεσθε νηστεύονται
SubjunctiveSingular νηστεύωμαι νηστεύῃ νηστεύηται
Dual νηστεύησθον νηστεύησθον
Plural νηστευώμεθα νηστεύησθε νηστεύωνται
OptativeSingular νηστευοίμην νηστεύοιο νηστεύοιτο
Dual νηστεύοισθον νηστευοίσθην
Plural νηστευοίμεθα νηστεύοισθε νηστεύοιντο
ImperativeSingular νηστεύου νηστευέσθω
Dual νηστεύεσθον νηστευέσθων
Plural νηστεύεσθε νηστευέσθων, νηστευέσθωσαν
Infinitive νηστεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
νηστευομενος νηστευομενου νηστευομενη νηστευομενης νηστευομενον νηστευομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίοσ, καὶ τότε νηστεύσουσιν. (, chapter 1 329:2)
  • ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίοσ, καὶ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. (, chapter 1 75:1)
  • ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίοσ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναισ ταῖσ ἡμέραισ. (, chapter 3 206:1)

Synonyms

  1. to fast

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION