헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νηστεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νηστεύω νηστεύσω

형태분석: νηστεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 굶다, 단식하다
  1. to fast

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νηστεύω

(나는) 굶는다

νηστεύεις

(너는) 굶는다

νηστεύει

(그는) 굶는다

쌍수 νηστεύετον

(너희 둘은) 굶는다

νηστεύετον

(그 둘은) 굶는다

복수 νηστεύομεν

(우리는) 굶는다

νηστεύετε

(너희는) 굶는다

νηστεύουσιν*

(그들은) 굶는다

접속법단수 νηστεύω

(나는) 굶자

νηστεύῃς

(너는) 굶자

νηστεύῃ

(그는) 굶자

쌍수 νηστεύητον

(너희 둘은) 굶자

νηστεύητον

(그 둘은) 굶자

복수 νηστεύωμεν

(우리는) 굶자

νηστεύητε

(너희는) 굶자

νηστεύωσιν*

(그들은) 굶자

기원법단수 νηστεύοιμι

(나는) 굶기를 (바라다)

νηστεύοις

(너는) 굶기를 (바라다)

νηστεύοι

(그는) 굶기를 (바라다)

쌍수 νηστεύοιτον

(너희 둘은) 굶기를 (바라다)

νηστευοίτην

(그 둘은) 굶기를 (바라다)

복수 νηστεύοιμεν

(우리는) 굶기를 (바라다)

νηστεύοιτε

(너희는) 굶기를 (바라다)

νηστεύοιεν

(그들은) 굶기를 (바라다)

명령법단수 νήστευε

(너는) 굶어라

νηστευέτω

(그는) 굶어라

쌍수 νηστεύετον

(너희 둘은) 굶어라

νηστευέτων

(그 둘은) 굶어라

복수 νηστεύετε

(너희는) 굶어라

νηστευόντων, νηστευέτωσαν

(그들은) 굶어라

부정사 νηστεύειν

굶는 것

분사 남성여성중성
νηστευων

νηστευοντος

νηστευουσα

νηστευουσης

νηστευον

νηστευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νηστεύομαι

(나는) 굶어진다

νηστεύει, νηστεύῃ

(너는) 굶어진다

νηστεύεται

(그는) 굶어진다

쌍수 νηστεύεσθον

(너희 둘은) 굶어진다

νηστεύεσθον

(그 둘은) 굶어진다

복수 νηστευόμεθα

(우리는) 굶어진다

νηστεύεσθε

(너희는) 굶어진다

νηστεύονται

(그들은) 굶어진다

접속법단수 νηστεύωμαι

(나는) 굶어지자

νηστεύῃ

(너는) 굶어지자

νηστεύηται

(그는) 굶어지자

쌍수 νηστεύησθον

(너희 둘은) 굶어지자

νηστεύησθον

(그 둘은) 굶어지자

복수 νηστευώμεθα

(우리는) 굶어지자

νηστεύησθε

(너희는) 굶어지자

νηστεύωνται

(그들은) 굶어지자

기원법단수 νηστευοίμην

(나는) 굶어지기를 (바라다)

νηστεύοιο

(너는) 굶어지기를 (바라다)

νηστεύοιτο

(그는) 굶어지기를 (바라다)

쌍수 νηστεύοισθον

(너희 둘은) 굶어지기를 (바라다)

νηστευοίσθην

(그 둘은) 굶어지기를 (바라다)

복수 νηστευοίμεθα

(우리는) 굶어지기를 (바라다)

νηστεύοισθε

(너희는) 굶어지기를 (바라다)

νηστεύοιντο

(그들은) 굶어지기를 (바라다)

명령법단수 νηστεύου

(너는) 굶어져라

νηστευέσθω

(그는) 굶어져라

쌍수 νηστεύεσθον

(너희 둘은) 굶어져라

νηστευέσθων

(그 둘은) 굶어져라

복수 νηστεύεσθε

(너희는) 굶어져라

νηστευέσθων, νηστευέσθωσαν

(그들은) 굶어져라

부정사 νηστεύεσθαι

굶어지는 것

분사 남성여성중성
νηστευομενος

νηστευομενου

νηστευομενη

νηστευομενης

νηστευομενον

νηστευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νηστεύσω

(나는) 굶겠다

νηστεύσεις

(너는) 굶겠다

νηστεύσει

(그는) 굶겠다

쌍수 νηστεύσετον

(너희 둘은) 굶겠다

νηστεύσετον

(그 둘은) 굶겠다

복수 νηστεύσομεν

(우리는) 굶겠다

νηστεύσετε

(너희는) 굶겠다

νηστεύσουσιν*

(그들은) 굶겠다

기원법단수 νηστεύσοιμι

(나는) 굶겠기를 (바라다)

νηστεύσοις

(너는) 굶겠기를 (바라다)

νηστεύσοι

(그는) 굶겠기를 (바라다)

쌍수 νηστεύσοιτον

(너희 둘은) 굶겠기를 (바라다)

νηστευσοίτην

(그 둘은) 굶겠기를 (바라다)

복수 νηστεύσοιμεν

(우리는) 굶겠기를 (바라다)

νηστεύσοιτε

(너희는) 굶겠기를 (바라다)

νηστεύσοιεν

(그들은) 굶겠기를 (바라다)

부정사 νηστεύσειν

굶을 것

분사 남성여성중성
νηστευσων

νηστευσοντος

νηστευσουσα

νηστευσουσης

νηστευσον

νηστευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νηστεύσομαι

(나는) 굶어지겠다

νηστεύσει, νηστεύσῃ

(너는) 굶어지겠다

νηστεύσεται

(그는) 굶어지겠다

쌍수 νηστεύσεσθον

(너희 둘은) 굶어지겠다

νηστεύσεσθον

(그 둘은) 굶어지겠다

복수 νηστευσόμεθα

(우리는) 굶어지겠다

νηστεύσεσθε

(너희는) 굶어지겠다

νηστεύσονται

(그들은) 굶어지겠다

기원법단수 νηστευσοίμην

(나는) 굶어지겠기를 (바라다)

νηστεύσοιο

(너는) 굶어지겠기를 (바라다)

νηστεύσοιτο

(그는) 굶어지겠기를 (바라다)

쌍수 νηστεύσοισθον

(너희 둘은) 굶어지겠기를 (바라다)

νηστευσοίσθην

(그 둘은) 굶어지겠기를 (바라다)

복수 νηστευσοίμεθα

(우리는) 굶어지겠기를 (바라다)

νηστεύσοισθε

(너희는) 굶어지겠기를 (바라다)

νηστεύσοιντο

(그들은) 굶어지겠기를 (바라다)

부정사 νηστεύσεσθαι

굶어질 것

분사 남성여성중성
νηστευσομενος

νηστευσομενου

νηστευσομενη

νηστευσομενης

νηστευσομενον

νηστευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνήστευον

(나는) 굶고 있었다

ἐνήστευες

(너는) 굶고 있었다

ἐνήστευεν*

(그는) 굶고 있었다

쌍수 ἐνηστεύετον

(너희 둘은) 굶고 있었다

ἐνηστευέτην

(그 둘은) 굶고 있었다

복수 ἐνηστεύομεν

(우리는) 굶고 있었다

ἐνηστεύετε

(너희는) 굶고 있었다

ἐνήστευον

(그들은) 굶고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνηστευόμην

(나는) 굶어지고 있었다

ἐνηστεύου

(너는) 굶어지고 있었다

ἐνηστεύετο

(그는) 굶어지고 있었다

쌍수 ἐνηστεύεσθον

(너희 둘은) 굶어지고 있었다

ἐνηστευέσθην

(그 둘은) 굶어지고 있었다

복수 ἐνηστευόμεθα

(우리는) 굶어지고 있었다

ἐνηστεύεσθε

(너희는) 굶어지고 있었다

ἐνηστεύοντο

(그들은) 굶어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίοσ, καὶ τότε νηστεύσουσιν. (, chapter 1 329:2)

    (, chapter 1 329:2)

  • ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίοσ, καὶ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. (, chapter 1 75:1)

    (, chapter 1 75:1)

  • ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίοσ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναισ ταῖσ ἡμέραισ. (, chapter 3 206:1)

    (, chapter 3 206:1)

유의어

  1. 굶다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION