Ancient Greek-English Dictionary Language

ναστός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ναστός ναστή ναστόν

Structure: ναστ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. close- pressed, a well-kneaded cake, cheese-cake

Examples

  • ἧκεν γὰρ ἄν σοι ναστὸσ εὖ πεπεμμένοσ. (Aristophanes, Plutus, Episode 1:6)
  • ναστὸσ πλακοῦντοσ εἶδοσ, ἔχων ἔνδον καρυκκείασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 55 3:6)
  • ναστὸσ ἄρτοσ ζυμίτησ καλεῖται μέγασ, ὥσ φησι Πολέμαρχοσ καὶι Ἀρτεμίδωροσ, Ἡρακλέων δὲ πλακοῦντοσ εἶδοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 76 1:6)
  • ναστὸσ τὸ μέγεθοσ τηλικοῦτοσ, δέσποτα, λευκόσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 76 1:8)
  • καὶ ἐπὶ τοῦ στόματοσ κολοσσοὶ τρεῖσ ἑκατέρωθεν ὑπεστηριγμένοι κίοσιν, ὧν τοὺσ μὲν ἐκ λαιᾶσ χειρὸσ εἰσπλεόντων πύργοσ ναστὸσ ἀνέχει, τοὺσ δὲ ἐκ δεξιοῦ δύο ὀρθοὶ λίθοι συνεζευγμένοι τοῦ κατὰ θάτερον χεῖλοσ πύργου μείζονεσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 590:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION