Ancient Greek-English Dictionary Language

μονόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μονόω

Structure: μονό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: mo/nos

Sense

  1. to make single or solitary, isolated, allowed but one son
  2. to be left alone or forsaken, they were left each man by himself, taken apart, without witnesses
  3. deserted

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μονῶ μονοῖς μονοῖ
Dual μονοῦτον μονοῦτον
Plural μονοῦμεν μονοῦτε μονοῦσιν*
SubjunctiveSingular μονῶ μονοῖς μονοῖ
Dual μονῶτον μονῶτον
Plural μονῶμεν μονῶτε μονῶσιν*
OptativeSingular μονοῖμι μονοῖς μονοῖ
Dual μονοῖτον μονοίτην
Plural μονοῖμεν μονοῖτε μονοῖεν
ImperativeSingular μόνου μονούτω
Dual μονοῦτον μονούτων
Plural μονοῦτε μονούντων, μονούτωσαν
Infinitive μονοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
μονων μονουντος μονουσα μονουσης μονουν μονουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μονοῦμαι μονοῖ μονοῦται
Dual μονοῦσθον μονοῦσθον
Plural μονούμεθα μονοῦσθε μονοῦνται
SubjunctiveSingular μονῶμαι μονοῖ μονῶται
Dual μονῶσθον μονῶσθον
Plural μονώμεθα μονῶσθε μονῶνται
OptativeSingular μονοίμην μονοῖο μονοῖτο
Dual μονοῖσθον μονοίσθην
Plural μονοίμεθα μονοῖσθε μονοῖντο
ImperativeSingular μονοῦ μονούσθω
Dual μονοῦσθον μονούσθων
Plural μονοῦσθε μονούσθων, μονούσθωσαν
Infinitive μονοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μονουμενος μονουμενου μονουμενη μονουμενης μονουμενον μονουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ποῖ δὴ τράπωμαι δεσποτῶν μονούμενοσ; (Euripides, Rhesus, episode, antistrophe 1 1:29)
  • ἀθλίου κυνὸσ κόμιστρ’ ἐσ Ἄργοσ συγκατάστησον μολών, λύπῃ τι παίδων μὴ πάθω μονούμενοσ. (Euripides, Heracles, episode, lyric 4:28)
  • μονούμενοσ οὖν ὁ Πομπήιοσ καὶ δεδιὼσ ἤδη τὰ οἰκεῖα, ἑαυτὸν ἄνευ σπονδῶν ἐνεχείρισεν Ἀμύντᾳ, ὁ Τιτίῳ μετὰ σπονδῶν ἀδοξήσασ. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 14 10:13)

Synonyms

  1. deserted

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION