헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μιμητός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μιμητός μιμητή μιμητόν

형태분석: μιμητ (어간) + ος (어미)

어원: mime/omai

  1. to be imitated or copied

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μιμητός

(이)가

μιμητή

(이)가

μιμητόν

(것)가

속격 μιμητοῦ

(이)의

μιμητῆς

(이)의

μιμητοῦ

(것)의

여격 μιμητῷ

(이)에게

μιμητῇ

(이)에게

μιμητῷ

(것)에게

대격 μιμητόν

(이)를

μιμητήν

(이)를

μιμητόν

(것)를

호격 μιμητέ

(이)야

μιμητή

(이)야

μιμητόν

(것)야

쌍수주/대/호 μιμητώ

(이)들이

μιμητᾱ́

(이)들이

μιμητώ

(것)들이

속/여 μιμητοῖν

(이)들의

μιμηταῖν

(이)들의

μιμητοῖν

(것)들의

복수주격 μιμητοί

(이)들이

μιμηταί

(이)들이

μιμητά

(것)들이

속격 μιμητῶν

(이)들의

μιμητῶν

(이)들의

μιμητῶν

(것)들의

여격 μιμητοῖς

(이)들에게

μιμηταῖς

(이)들에게

μιμητοῖς

(것)들에게

대격 μιμητούς

(이)들을

μιμητᾱ́ς

(이)들을

μιμητά

(것)들을

호격 μιμητοί

(이)들아

μιμηταί

(이)들아

μιμητά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκαλοῦντο δ’ οἱ μετιόντεσ τὴν τοιαύτην παιδιὰν παρὰ τοῖσ Λάκωσι δεικηλισταί, ὡσ ἄν τισ σκευοποιοὺσ εἴπῃ καὶ μιμητάσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 15 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 15 1:4)

  • εἰ οὖν ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων ἔργων οἱ διδάσκαλοι τοὺσ μαθητὰσ μιμητὰσ ἑαυτῶν ἀποδεικνύουσιν, οὕτω καὶ σὺ τοὺσ συνόντασ διαθήσεισ, νόμιζε κακοδαιμονίασ διδάσκαλοσ εἶναι. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 6 4:2)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 6 4:2)

  • οὐκοῦν δὴ καὶ τοὺσ κοινωνοὺσ τούτων τῶν πολιτειῶν πασῶν πλὴν τῆσ ἐπιστήμονοσ ἀφαιρετέον ὡσ οὐκ ὄντασ πολιτικοὺσ ἀλλὰ στασιαστικούσ, καὶ εἰδώλων μεγίστων προστάτασ ὄντασ καὶ αὐτοὺσ εἶναι τοιούτουσ, μεγίστουσ δὲ ὄντασ μιμητὰσ καὶ γόητασ μεγίστουσ γίγνεσθαι τῶν σοφιστῶν σοφιστάσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 278:4)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 278:4)

  • ἀλλὰ πολλῷ βέλτιον ἦν ἐκείνουσ τῆσ ὑμετέρασ εὐνομίασ ἐπιθυμήσαντασ ὁρᾶσθαι ἢ τῆσ ἐκείνων δυστυχίασ ὑμᾶσ ὑπομεῖναι μιμητὰσ γενέσθαι. (Aristides, Aelius, Orationes, 14:14)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 14:14)

  • "οὐκοῦν τιθῶμεν ἀπὸ Ὁμήρου ἀρξάμενοι πάντασ τοὺσ ποιητικοὺσ μιμητὰσ εἰδώλων ἀρετῆσ εἶναι καὶ τῶν ἄλλων περὶ ὧν ποιοῦσιν ἀληθείασ οὐχ ἅπτεσθαι; (Aristides, Aelius, Orationes, 13:25)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 13:25)

유의어

  1. to be imitated or copied

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION