헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταναιετάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταναιετάω

형태분석: μετα (접두사) + ναιετά (어간) + ω (인칭어미)

어원: from metanaie/ths

  1. to dwell with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταναιέτω

μεταναιέτᾳς

μεταναιέτᾳ

쌍수 μεταναιέτᾱτον

μεταναιέτᾱτον

복수 μεταναιέτωμεν

μεταναιέτᾱτε

μεταναιέτωσιν*

접속법단수 μεταναιέτω

μεταναιέτῃς

μεταναιέτῃ

쌍수 μεταναιέτητον

μεταναιέτητον

복수 μεταναιέτωμεν

μεταναιέτητε

μεταναιέτωσιν*

기원법단수 μεταναιέτῳμι

μεταναιέτῳς

μεταναιέτῳ

쌍수 μεταναιέτῳτον

μεταναιετῷτην

복수 μεταναιέτῳμεν

μεταναιέτῳτε

μεταναιέτῳεν

명령법단수 μεταναιε͂τᾱ

μεταναιετᾶτω

쌍수 μεταναιέτᾱτον

μεταναιετᾶτων

복수 μεταναιέτᾱτε

μεταναιετῶντων, μεταναιετᾶτωσαν

부정사 μεταναιέτᾱν

분사 남성여성중성
μεταναιετων

μεταναιετωντος

μεταναιετωσα

μεταναιετωσης

μεταναιετων

μεταναιετωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταναιέτωμαι

μεταναιέτᾳ

μεταναιέτᾱται

쌍수 μεταναιέτᾱσθον

μεταναιέτᾱσθον

복수 μεταναιετῶμεθα

μεταναιέτᾱσθε

μεταναιέτωνται

접속법단수 μεταναιέτωμαι

μεταναιέτῃ

μεταναιέτηται

쌍수 μεταναιέτησθον

μεταναιέτησθον

복수 μεταναιετώμεθα

μεταναιέτησθε

μεταναιέτωνται

기원법단수 μεταναιετῷμην

μεταναιέτῳο

μεταναιέτῳτο

쌍수 μεταναιέτῳσθον

μεταναιετῷσθην

복수 μεταναιετῷμεθα

μεταναιέτῳσθε

μεταναιέτῳντο

명령법단수 μεταναιέτω

μεταναιετᾶσθω

쌍수 μεταναιέτᾱσθον

μεταναιετᾶσθων

복수 μεταναιέτᾱσθε

μεταναιετᾶσθων, μεταναιετᾶσθωσαν

부정사 μεταναιέτᾱσθαι

분사 남성여성중성
μεταναιετωμενος

μεταναιετωμενου

μεταναιετωμενη

μεταναιετωμενης

μεταναιετωμενον

μεταναιετωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to dwell with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION