헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταλαγχάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταλαγχάνω μεταλήξομαι

형태분석: μετα (접두사) + λαγχάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 분담하다
  1. to have a share, allotted one

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταλαγχάνω

(나는) 분담한다

μεταλαγχάνεις

(너는) 분담한다

μεταλαγχάνει

(그는) 분담한다

쌍수 μεταλαγχάνετον

(너희 둘은) 분담한다

μεταλαγχάνετον

(그 둘은) 분담한다

복수 μεταλαγχάνομεν

(우리는) 분담한다

μεταλαγχάνετε

(너희는) 분담한다

μεταλαγχάνουσιν*

(그들은) 분담한다

접속법단수 μεταλαγχάνω

(나는) 분담하자

μεταλαγχάνῃς

(너는) 분담하자

μεταλαγχάνῃ

(그는) 분담하자

쌍수 μεταλαγχάνητον

(너희 둘은) 분담하자

μεταλαγχάνητον

(그 둘은) 분담하자

복수 μεταλαγχάνωμεν

(우리는) 분담하자

μεταλαγχάνητε

(너희는) 분담하자

μεταλαγχάνωσιν*

(그들은) 분담하자

기원법단수 μεταλαγχάνοιμι

(나는) 분담하기를 (바라다)

μεταλαγχάνοις

(너는) 분담하기를 (바라다)

μεταλαγχάνοι

(그는) 분담하기를 (바라다)

쌍수 μεταλαγχάνοιτον

(너희 둘은) 분담하기를 (바라다)

μεταλαγχανοίτην

(그 둘은) 분담하기를 (바라다)

복수 μεταλαγχάνοιμεν

(우리는) 분담하기를 (바라다)

μεταλαγχάνοιτε

(너희는) 분담하기를 (바라다)

μεταλαγχάνοιεν

(그들은) 분담하기를 (바라다)

명령법단수 μεταλάγχανε

(너는) 분담해라

μεταλαγχανέτω

(그는) 분담해라

쌍수 μεταλαγχάνετον

(너희 둘은) 분담해라

μεταλαγχανέτων

(그 둘은) 분담해라

복수 μεταλαγχάνετε

(너희는) 분담해라

μεταλαγχανόντων, μεταλαγχανέτωσαν

(그들은) 분담해라

부정사 μεταλαγχάνειν

분담하는 것

분사 남성여성중성
μεταλαγχανων

μεταλαγχανοντος

μεταλαγχανουσα

μεταλαγχανουσης

μεταλαγχανον

μεταλαγχανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταλαγχάνομαι

(나는) 분담된다

μεταλαγχάνει, μεταλαγχάνῃ

(너는) 분담된다

μεταλαγχάνεται

(그는) 분담된다

쌍수 μεταλαγχάνεσθον

(너희 둘은) 분담된다

μεταλαγχάνεσθον

(그 둘은) 분담된다

복수 μεταλαγχανόμεθα

(우리는) 분담된다

μεταλαγχάνεσθε

(너희는) 분담된다

μεταλαγχάνονται

(그들은) 분담된다

접속법단수 μεταλαγχάνωμαι

(나는) 분담되자

μεταλαγχάνῃ

(너는) 분담되자

μεταλαγχάνηται

(그는) 분담되자

쌍수 μεταλαγχάνησθον

(너희 둘은) 분담되자

μεταλαγχάνησθον

(그 둘은) 분담되자

복수 μεταλαγχανώμεθα

(우리는) 분담되자

μεταλαγχάνησθε

(너희는) 분담되자

μεταλαγχάνωνται

(그들은) 분담되자

기원법단수 μεταλαγχανοίμην

(나는) 분담되기를 (바라다)

μεταλαγχάνοιο

(너는) 분담되기를 (바라다)

μεταλαγχάνοιτο

(그는) 분담되기를 (바라다)

쌍수 μεταλαγχάνοισθον

(너희 둘은) 분담되기를 (바라다)

μεταλαγχανοίσθην

(그 둘은) 분담되기를 (바라다)

복수 μεταλαγχανοίμεθα

(우리는) 분담되기를 (바라다)

μεταλαγχάνοισθε

(너희는) 분담되기를 (바라다)

μεταλαγχάνοιντο

(그들은) 분담되기를 (바라다)

명령법단수 μεταλαγχάνου

(너는) 분담되어라

μεταλαγχανέσθω

(그는) 분담되어라

쌍수 μεταλαγχάνεσθον

(너희 둘은) 분담되어라

μεταλαγχανέσθων

(그 둘은) 분담되어라

복수 μεταλαγχάνεσθε

(너희는) 분담되어라

μεταλαγχανέσθων, μεταλαγχανέσθωσαν

(그들은) 분담되어라

부정사 μεταλαγχάνεσθαι

분담되는 것

분사 남성여성중성
μεταλαγχανομενος

μεταλαγχανομενου

μεταλαγχανομενη

μεταλαγχανομενης

μεταλαγχανομενον

μεταλαγχανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταλήξομαι

(나는) 분담하겠다

μεταλήξει, μεταλήξῃ

(너는) 분담하겠다

μεταλήξεται

(그는) 분담하겠다

쌍수 μεταλήξεσθον

(너희 둘은) 분담하겠다

μεταλήξεσθον

(그 둘은) 분담하겠다

복수 μεταληξόμεθα

(우리는) 분담하겠다

μεταλήξεσθε

(너희는) 분담하겠다

μεταλήξονται

(그들은) 분담하겠다

기원법단수 μεταληξοίμην

(나는) 분담하겠기를 (바라다)

μεταλήξοιο

(너는) 분담하겠기를 (바라다)

μεταλήξοιτο

(그는) 분담하겠기를 (바라다)

쌍수 μεταλήξοισθον

(너희 둘은) 분담하겠기를 (바라다)

μεταληξοίσθην

(그 둘은) 분담하겠기를 (바라다)

복수 μεταληξοίμεθα

(우리는) 분담하겠기를 (바라다)

μεταλήξοισθε

(너희는) 분담하겠기를 (바라다)

μεταλήξοιντο

(그들은) 분담하겠기를 (바라다)

부정사 μεταλήξεσθαι

분담할 것

분사 남성여성중성
μεταληξομενος

μεταληξομενου

μεταληξομενη

μεταληξομενης

μεταληξομενον

μεταληξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετελάγχανον

(나는) 분담하고 있었다

μετελάγχανες

(너는) 분담하고 있었다

μετελάγχανεν*

(그는) 분담하고 있었다

쌍수 μετελαγχάνετον

(너희 둘은) 분담하고 있었다

μετελαγχανέτην

(그 둘은) 분담하고 있었다

복수 μετελαγχάνομεν

(우리는) 분담하고 있었다

μετελαγχάνετε

(너희는) 분담하고 있었다

μετελάγχανον

(그들은) 분담하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετελαγχανόμην

(나는) 분담되고 있었다

μετελαγχάνου

(너는) 분담되고 있었다

μετελαγχάνετο

(그는) 분담되고 있었다

쌍수 μετελαγχάνεσθον

(너희 둘은) 분담되고 있었다

μετελαγχανέσθην

(그 둘은) 분담되고 있었다

복수 μετελαγχανόμεθα

(우리는) 분담되고 있었다

μετελαγχάνεσθε

(너희는) 분담되고 있었다

μετελαγχάνοντο

(그들은) 분담되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 분담하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION