헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μακροπορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μακροπορέω μακροπορήσω

형태분석: μακροπορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: po/ros

  1. to go or travel far

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μακροπόρω

μακροπόρεις

μακροπόρει

쌍수 μακροπόρειτον

μακροπόρειτον

복수 μακροπόρουμεν

μακροπόρειτε

μακροπόρουσιν*

접속법단수 μακροπόρω

μακροπόρῃς

μακροπόρῃ

쌍수 μακροπόρητον

μακροπόρητον

복수 μακροπόρωμεν

μακροπόρητε

μακροπόρωσιν*

기원법단수 μακροπόροιμι

μακροπόροις

μακροπόροι

쌍수 μακροπόροιτον

μακροποροίτην

복수 μακροπόροιμεν

μακροπόροιτε

μακροπόροιεν

명령법단수 μακροπο͂ρει

μακροπορεῖτω

쌍수 μακροπόρειτον

μακροπορεῖτων

복수 μακροπόρειτε

μακροποροῦντων, μακροπορεῖτωσαν

부정사 μακροπόρειν

분사 남성여성중성
μακροπορων

μακροπορουντος

μακροπορουσα

μακροπορουσης

μακροπορουν

μακροπορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μακροπόρουμαι

μακροπόρει, μακροπόρῃ

μακροπόρειται

쌍수 μακροπόρεισθον

μακροπόρεισθον

복수 μακροποροῦμεθα

μακροπόρεισθε

μακροπόρουνται

접속법단수 μακροπόρωμαι

μακροπόρῃ

μακροπόρηται

쌍수 μακροπόρησθον

μακροπόρησθον

복수 μακροπορώμεθα

μακροπόρησθε

μακροπόρωνται

기원법단수 μακροποροίμην

μακροπόροιο

μακροπόροιτο

쌍수 μακροπόροισθον

μακροποροίσθην

복수 μακροποροίμεθα

μακροπόροισθε

μακροπόροιντο

명령법단수 μακροπόρου

μακροπορεῖσθω

쌍수 μακροπόρεισθον

μακροπορεῖσθων

복수 μακροπόρεισθε

μακροπορεῖσθων, μακροπορεῖσθωσαν

부정사 μακροπόρεισθαι

분사 남성여성중성
μακροπορουμενος

μακροπορουμενου

μακροπορουμενη

μακροπορουμενης

μακροπορουμενον

μακροπορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μακροπορήσω

μακροπορήσεις

μακροπορήσει

쌍수 μακροπορήσετον

μακροπορήσετον

복수 μακροπορήσομεν

μακροπορήσετε

μακροπορήσουσιν*

기원법단수 μακροπορήσοιμι

μακροπορήσοις

μακροπορήσοι

쌍수 μακροπορήσοιτον

μακροπορησοίτην

복수 μακροπορήσοιμεν

μακροπορήσοιτε

μακροπορήσοιεν

부정사 μακροπορήσειν

분사 남성여성중성
μακροπορησων

μακροπορησοντος

μακροπορησουσα

μακροπορησουσης

μακροπορησον

μακροπορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μακροπορήσομαι

μακροπορήσει, μακροπορήσῃ

μακροπορήσεται

쌍수 μακροπορήσεσθον

μακροπορήσεσθον

복수 μακροπορησόμεθα

μακροπορήσεσθε

μακροπορήσονται

기원법단수 μακροπορησοίμην

μακροπορήσοιο

μακροπορήσοιτο

쌍수 μακροπορήσοισθον

μακροπορησοίσθην

복수 μακροπορησοίμεθα

μακροπορήσοισθε

μακροπορήσοιντο

부정사 μακροπορήσεσθαι

분사 남성여성중성
μακροπορησομενος

μακροπορησομενου

μακροπορησομενη

μακροπορησομενης

μακροπορησομενον

μακροπορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to go or travel far

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION