λύπη
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
λύπη
형태분석:
λυπ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 고통, 시련, 고난, 불행
- 슬픔, 후회, 비통
- pain of body, distress, sad plight or condition
- pain of mind, grief
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- διὸ τὴν ψυχὴν ἠρεμεῖν οὐκ ἐῶσιν, ἀλλ’ ὅτε μάλιστα δεῖται μονῆσ καὶ σιωπῆσ καὶ ὑποστολῆσ ὁ ἄνθρωποσ, τότ’ αὐτὸν εἰσ ὕπαιθρον ἕλκουσι, τότ’ ἀποκαλύπτουσιν οἱ θυμοὶ, αἱ φιλονεικίαι, οἱ ἔρωτεσ, αἱ λῦπαι, πολλὰ καὶ δρᾶν ἄνομα καὶ λαλεῖν ἀνάρμοστα τοῖσ καιροῖσ ἀναγκαζόμενον. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:2)
(플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:2)
- ὕπαιθρον ἕλκουσι, τότ’ ἀποκαλύπτουσιν οἱ θυμοὶ αἱ φιλονεικίαι οἱ ἔρωτεσ αἱ λῦπαι, πολλὰ καὶ δρᾶν ἄνομα καὶ λαλεῖν ἀνάρμοστα τοῖσ καιροῖσ ἀναγκαζόμενον. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 10:1)
(플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 10:1)
- τῶν δὲ χρησίμων ἐπιλογισμῶν πρῶτόσ ἐστιν ὁ διδάσκων καὶ ὑπομιμνήσκων, ὅτι πᾶσι μὲν τοῖσ πάθεσιν ἀκολουθεῖ καὶ τοῖσ νοσήμασιν ἃ φεύγειν δι’ αὐτῶν δοκοῦμεν, ἀδοξίαι φιλοδοξίαισ καὶ λῦπαι φιληδονίαισ καὶ πόνοι μαλακίαισ καὶ φιλονικίαισ ἧτται καὶ καταδίκαι· (Plutarch, De vitioso pudore, section 92)
(플루타르코스, De vitioso pudore, section 92)
- νυνὶ δ’ ὁ μὲν βορέασ διὰ παρθενικῆσ ἁπαλόχροοσ οὐ διάησιν, ὥσ φησιν Ἡσίοδοσ, λῦπαι δὲ καὶ ταραχαὶ καὶ κακοθυμίαι διὰ ζηλοτυπίασ καὶ δεισιδαιμονίασ καὶ φιλοτιμίασ καὶ κενῶν δοξῶν, ὅσασ οὐκ ἂν εἴποι τισ, εἰσ τὴν γυναικωνῖτιν ὑπορρέουσιν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 2 1:4)
(플루타르코스, De tranquilitate animi, section 2 1:4)
- ἐπιτείνονται γὰρ οὐ μετρίωσ καὶ τῷ παρὰ λόγον αἱ λῦπαι, καὶ τὸ παρ’ ἐλπίδα σύμπτωμα τοῦ κατὰ λόγον ὀδυνηρότερον εἰ προσδοκῶν εὐημεροῦντα καὶ θαυμαζόμενον ὄψεσθαι πύθοιτο κατεστρεβλωμένον, ὡσ Φιλώταν Παρμενίων. (Plutarch, De virtute morali, section 10 4:1)
(플루타르코스, De virtute morali, section 10 4:1)