Ancient Greek-English Dictionary Language

λιστός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λιστός λιστή λιστόν

Structure: λιστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: li/ssomai

Sense

  1. to be moved by prayer

Examples

  • λιστα, μή , καθάπερ ἔνιοι τῶν ἀγυμνάστων περὶ λόγον λαβὰσ ἀμούσουσ καὶ ἀτέχνουσ ζητοῦντεσ ἐν τοῖσ πολλοῖσ τῆσ γαστρὸσ ἕλκουσιν εὐωχοῦντεσ ἢ τοῦ βαλλαντίου διδόντεσ, ἢ πυρρίχασ τινὰσ ἢ μονομάχων θεάματα παρασκευάζοντεσ ἀεὶ δημαγωγοῦσι, μᾶλλον δὲ δημοκοποῦσι. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 5 22:1)
  • τέτταρασ δ’ ἐπὶ τοῖσ εἴκοσι σταδίοισ ἀπέχουσα τῆσ εἰρημένησ πόλεωσ Λίστα, μητρόπολισ Ἀβοριγίνων, ἣν παλαίτερον ἔτι Σαβῖνοι νύκτωρ ἐπιστρατεύσαντεσ ἐκ πόλεωσ Ἀμιτέρνησ ἀφύλακτον αἱροῦσιν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 14 9:1)
  • λιστα τοὺσ ἄλλουσ εἰώθε βλάπτειν. (Polybius, Histories, book 10, chapter 17 1:1)

Synonyms

  1. to be moved by prayer

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION