헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κυνηγετέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κυνηγετέω

형태분석: κυνηγετέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: kunhge/ths

  1. 괴롭히다, 성가시게 하다, 사냥하다, 걱정시키다
  1. to hunt, to persecute, harass
  2. to quest about

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κυνηγέτω

(나는) 괴롭힌다

κυνηγέτεις

(너는) 괴롭힌다

κυνηγέτει

(그는) 괴롭힌다

쌍수 κυνηγέτειτον

(너희 둘은) 괴롭힌다

κυνηγέτειτον

(그 둘은) 괴롭힌다

복수 κυνηγέτουμεν

(우리는) 괴롭힌다

κυνηγέτειτε

(너희는) 괴롭힌다

κυνηγέτουσιν*

(그들은) 괴롭힌다

접속법단수 κυνηγέτω

(나는) 괴롭히자

κυνηγέτῃς

(너는) 괴롭히자

κυνηγέτῃ

(그는) 괴롭히자

쌍수 κυνηγέτητον

(너희 둘은) 괴롭히자

κυνηγέτητον

(그 둘은) 괴롭히자

복수 κυνηγέτωμεν

(우리는) 괴롭히자

κυνηγέτητε

(너희는) 괴롭히자

κυνηγέτωσιν*

(그들은) 괴롭히자

기원법단수 κυνηγέτοιμι

(나는) 괴롭히기를 (바라다)

κυνηγέτοις

(너는) 괴롭히기를 (바라다)

κυνηγέτοι

(그는) 괴롭히기를 (바라다)

쌍수 κυνηγέτοιτον

(너희 둘은) 괴롭히기를 (바라다)

κυνηγετοίτην

(그 둘은) 괴롭히기를 (바라다)

복수 κυνηγέτοιμεν

(우리는) 괴롭히기를 (바라다)

κυνηγέτοιτε

(너희는) 괴롭히기를 (바라다)

κυνηγέτοιεν

(그들은) 괴롭히기를 (바라다)

명령법단수 κυνηγε͂τει

(너는) 괴롭혀라

κυνηγετεῖτω

(그는) 괴롭혀라

쌍수 κυνηγέτειτον

(너희 둘은) 괴롭혀라

κυνηγετεῖτων

(그 둘은) 괴롭혀라

복수 κυνηγέτειτε

(너희는) 괴롭혀라

κυνηγετοῦντων, κυνηγετεῖτωσαν

(그들은) 괴롭혀라

부정사 κυνηγέτειν

괴롭히는 것

분사 남성여성중성
κυνηγετων

κυνηγετουντος

κυνηγετουσα

κυνηγετουσης

κυνηγετουν

κυνηγετουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κυνηγέτουμαι

(나는) 괴롭는다

κυνηγέτει, κυνηγέτῃ

(너는) 괴롭는다

κυνηγέτειται

(그는) 괴롭는다

쌍수 κυνηγέτεισθον

(너희 둘은) 괴롭는다

κυνηγέτεισθον

(그 둘은) 괴롭는다

복수 κυνηγετοῦμεθα

(우리는) 괴롭는다

κυνηγέτεισθε

(너희는) 괴롭는다

κυνηγέτουνται

(그들은) 괴롭는다

접속법단수 κυνηγέτωμαι

(나는) 괴롭자

κυνηγέτῃ

(너는) 괴롭자

κυνηγέτηται

(그는) 괴롭자

쌍수 κυνηγέτησθον

(너희 둘은) 괴롭자

κυνηγέτησθον

(그 둘은) 괴롭자

복수 κυνηγετώμεθα

(우리는) 괴롭자

κυνηγέτησθε

(너희는) 괴롭자

κυνηγέτωνται

(그들은) 괴롭자

기원법단수 κυνηγετοίμην

(나는) 괴롭기를 (바라다)

κυνηγέτοιο

(너는) 괴롭기를 (바라다)

κυνηγέτοιτο

(그는) 괴롭기를 (바라다)

쌍수 κυνηγέτοισθον

(너희 둘은) 괴롭기를 (바라다)

κυνηγετοίσθην

(그 둘은) 괴롭기를 (바라다)

복수 κυνηγετοίμεθα

(우리는) 괴롭기를 (바라다)

κυνηγέτοισθε

(너희는) 괴롭기를 (바라다)

κυνηγέτοιντο

(그들은) 괴롭기를 (바라다)

명령법단수 κυνηγέτου

(너는) 괴로워라

κυνηγετεῖσθω

(그는) 괴로워라

쌍수 κυνηγέτεισθον

(너희 둘은) 괴로워라

κυνηγετεῖσθων

(그 둘은) 괴로워라

복수 κυνηγέτεισθε

(너희는) 괴로워라

κυνηγετεῖσθων, κυνηγετεῖσθωσαν

(그들은) 괴로워라

부정사 κυνηγέτεισθαι

괴롭는 것

분사 남성여성중성
κυνηγετουμενος

κυνηγετουμενου

κυνηγετουμενη

κυνηγετουμενης

κυνηγετουμενον

κυνηγετουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκυνηγε͂τουν

(나는) 괴롭히고 있었다

ἐκυνηγε͂τεις

(너는) 괴롭히고 있었다

ἐκυνηγε͂τειν*

(그는) 괴롭히고 있었다

쌍수 ἐκυνηγέτειτον

(너희 둘은) 괴롭히고 있었다

ἐκυνηγετεῖτην

(그 둘은) 괴롭히고 있었다

복수 ἐκυνηγέτουμεν

(우리는) 괴롭히고 있었다

ἐκυνηγέτειτε

(너희는) 괴롭히고 있었다

ἐκυνηγε͂τουν

(그들은) 괴롭히고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκυνηγετοῦμην

(나는) 괴롭고 있었다

ἐκυνηγέτου

(너는) 괴롭고 있었다

ἐκυνηγέτειτο

(그는) 괴롭고 있었다

쌍수 ἐκυνηγέτεισθον

(너희 둘은) 괴롭고 있었다

ἐκυνηγετεῖσθην

(그 둘은) 괴롭고 있었다

복수 ἐκυνηγετοῦμεθα

(우리는) 괴롭고 있었다

ἐκυνηγέτεισθε

(너희는) 괴롭고 있었다

ἐκυνηγέτουντο

(그들은) 괴롭고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δ’ Ἀγαμέμνων τὴν Βοιωτίαν ἐπῆλθε κυνηγετῶν τὸν Ἄργυννον ὑποφεύγοντα καὶ καταψευδόμενοσ τῆσ θαλάσσησ καὶ τῶν πνευμάτων, εἶτα καλὸν καλῶσ ἑαυτὸν βαπτίζων εἰσ τὴν Κωπαΐδα λίμνην, ὡσ αὐτόθι κατασβέσων τὸν ἔρωτα καὶ τῆσ ἐπιθυμίασ ἀπαλλαξόμενοσ. (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 7 12:1)

    (플루타르코스, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 7 12:1)

  • "καὶ αὐτοῖσ περιτυχὼν Θαμνεύσ, ὃσ ἐτύγχανε κατὰ τὴν Σχεδίαν κυνηγετῶν, ἦγεν ὡσ ξενίσων εἰσ οἶκον καὶ τὸν οἰκέτην ἀπέστειλεν ἀπαγγελοῦντα τῇ γυναικὶ τἀπιτήδεια παρασκευάζειν τὸν σῖτον ἐπὶ τὸν ἀλετῶνα καὶ τἄλλα τἀκόλουθα ἐπιτελέσασ ἐξένισεν αὐτούσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:17)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:17)

  • θαῦμα γὰρ κατέκλυον ὁμοῦ πρέπον κέλευμά πωσ κυνηγετῶν ἐγγὺσ μολόντων θηρὸσ εὐναίου τροφῆσ, ὁμοῦ δ’ ἂν αὖτισ αι φωρ γλώσσησ ἐτεινετ’ εἰσ κλοπὴν έναι· (Sophocles, Ichneutae 18:6)

    (소포클레스, Ichneutae 18:6)

  • μὴ οὖν ὡσ ὑπὲρ ἀλλοτρίασ, ἀλλ’ ὡσ ὑπὲρ οἰκείασ τῆσ πόλεωσ βουλεύεσθε, καὶ τὰσ φιλοτιμίασ μὴ νέμετε, ἀλλὰ κρίνετε, καὶ τὰσ δωρεὰσ εἰσ βελτίω σώματα καὶ ἄνδρασ ἀξιολογωτέρουσ ἀπόθεσθε, καὶ μὴ μόνον τοῖσ ὠσίν, ἀλλὰ καὶ τοῖσ ὄμμασι διαβλέψαντεσ εἰσ ὑμᾶσ αὐτοὺσ βουλεύσασθε, τίνεσ ὑμῶν εἰσιν οἱ βοηθήσοντεσ Δημοσθένει, πότερον οἱ συγκυνηγέται, ἢ οἱ συγγυμνασταὶ αὐτοῦ, ὅτ’ ἦν ἐν ἡλικία ‐ ἀλλὰ μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον οὐχ ὗσ ἀγρίουσ κυνηγετῶν, οὐδὲ τῆσ τοῦ σώματοσ εὐεξίασ ἐπιμελόμενοσ, ἀλλ’ ἐπασκῶν τέχνασ ἐπὶ τοὺσ τὰσ οὐσίασ κεκτημένουσ διαγεγένηται ‐ ἀλλ’ εἰσ τὴν ἀλαζονείαν ἀποβλέψαντεσ, ὅταν φῇ Βυζαντίουσ μὲν ἐκ τῶν χειρῶν πρεσβεύσασ ἐξελέσθαι τῶν Φιλίππου, ἀποστῆσαι δὲ Ἀκαρνᾶνασ, ἐκπλῆξαι δὲ Θηβαίουσ δημηγορήσασ· (Aeschines, Speeches, , section 255 1:1)

    (아이스키네스, 연설, , section 255 1:1)

  • τοὐντεῦθεν διετέλει κυνηγετῶν καὶ τοὺσ φίλουσ ἑστιῶν καὶ τὰσ ἱστορίασ συγγράφων. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. s'. CENOFWN 5:4)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. s'. CENOFWN 5:4)

유의어

  1. 괴롭히다

  2. to quest about

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION