Ancient Greek-English Dictionary Language

κτυπέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κτυπέω

Structure: κτυπέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ktu/pos

Sense

  1. to crash
  2. to ring, resound, echo
  3. to make to ring or resound, made, ring, to ring, resound

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κτύπω κτύπεις κτύπει
Dual κτύπειτον κτύπειτον
Plural κτύπουμεν κτύπειτε κτύπουσιν*
SubjunctiveSingular κτύπω κτύπῃς κτύπῃ
Dual κτύπητον κτύπητον
Plural κτύπωμεν κτύπητε κτύπωσιν*
OptativeSingular κτύποιμι κτύποις κτύποι
Dual κτύποιτον κτυποίτην
Plural κτύποιμεν κτύποιτε κτύποιεν
ImperativeSingular κτῦπει κτυπεῖτω
Dual κτύπειτον κτυπεῖτων
Plural κτύπειτε κτυποῦντων, κτυπεῖτωσαν
Infinitive κτύπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κτυπων κτυπουντος κτυπουσα κτυπουσης κτυπουν κτυπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κτύπουμαι κτύπει, κτύπῃ κτύπειται
Dual κτύπεισθον κτύπεισθον
Plural κτυποῦμεθα κτύπεισθε κτύπουνται
SubjunctiveSingular κτύπωμαι κτύπῃ κτύπηται
Dual κτύπησθον κτύπησθον
Plural κτυπώμεθα κτύπησθε κτύπωνται
OptativeSingular κτυποίμην κτύποιο κτύποιτο
Dual κτύποισθον κτυποίσθην
Plural κτυποίμεθα κτύποισθε κτύποιντο
ImperativeSingular κτύπου κτυπεῖσθω
Dual κτύπεισθον κτυπεῖσθων
Plural κτύπεισθε κτυπεῖσθων, κτυπεῖσθωσαν
Infinitive κτύπεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κτυπουμενος κτυπουμενου κτυπουμενη κτυπουμενης κτυπουμενον κτυπουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τίσ ἀμφὶ χαλκοφάλαρα δώματα κτυπεῖ; (Aristophanes, Acharnians, Episode4)
  • κτυπεῖ δόμοσ κλῄθρων λυθέντων. (Euripides, Helen, episode, dialogue 4:30)
  • ἀλλὰ κτυπεῖ γὰρ κλῇθρα βασιλείων δόμων, σιγήσατ’· (Euripides, episode1)

Synonyms

  1. to ring

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION