κρόκη
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κρόκη
형태분석:
κροκ
(어간)
+
η
(어미)
어원: also (as if from a nom. Kro/c) heterocl. acc. kro/ka, nom. pl. kro/kes Anth.:
뜻
- 모, 양모, 털, 펠트로 만들어진 모직, 수염 같은 식물의 뿌리, 모직물
- the thread which is passed between the threads of the warp, tela, the woof or weft
- the flock or nap of woollen cloth, cloth with curly nap, with cloths of, wool, with flocks of wool
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- κατακαύσει τὸ ἱμάτιον, ἢ τὸν στήμονα, ἢ τὴν κρόκην ἐν τοῖσ ἐρέοισ, ἢ ἐν τοῖσ λινοῖσ, ἢ ἐν παντὶ σκεύει δερματίνῳ, ἐν ᾧ ἂν ᾖ ἐν αὐτῷ ἡ ἁφή, ὅτι λέπρα ἔμμονόσ ἐστιν, ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται. (Septuagint, Liber Leviticus 13:52)
(70인역 성경, 레위기 13:52)
- ἐδούλευεν γὰρ ἢ ἐθήτευεν ἢ ἄλλασ τινὰσ τέχνασ οἱάσ εἰκὸσ τοὺσ τοιούτουσ ἐμάνθανεν, σκυτεύειν ἢ τεκταίνειν ἢ περὶ πλυνοὺσ ἔχειν ἢ ἔρια ξαίνειν, ὡσ εὐεργὰ εἰή ταῖσ γυναιξὶν καὶ εὐμήρυτα καὶ κατάγοιτο εὐμαρῶσ ὁπότε ἢ κρόκην ἐκεῖναι στρέφοιεν ἢ μίτον κλώθοιεν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 12:4)
(루키아노스, Fugitivi, (no name) 12:4)
- Ἀσπασίαν τὴν ἐκ Μιλήτου ἑταίραν φεῦ τοῦ λόγου, καὶ γυνὴ γὰρ σὺν τοῖσ ἄλλοισ ὁ Πυθαγόρασ ἐγένετο, καὶ ἦν ποτε χρόνοσ ὅτε καὶ σὺ ᾠοτόκεισ, ὦ ἀλεκτρυόνων γενναιότατε, καὶ συνῆσθα Περικλεῖ Ἀσπασία οὖσα καὶ ἐκύεισ ἀπ’ αὐτοῦ καὶ ἔρια ἔξαινεσ καὶ κρόκην κατῆγεσ καὶ ἐγυναικίζου ἐσ τὸ ἑταιρικόν; (Lucian, Gallus, (no name) 19:2)
(루키아노스, Gallus, (no name) 19:2)
- εἶτα νῦν μὲν ὑφαίνουσα, νῦν δὲ κρόκην κατάγουσα ἢ στήμονα κλώθουσα ἐποριζόμην τὰ σιτία μόλισ· (Lucian, Dialogi meretricii, 1:10)
(루키아노스, Dialogi meretricii, 1:10)
- συντίθησι καὶ συνδεῖ πρὸσ ἀλλήλασ ἐγκαταπλέκουσα τὰσ μὲν εὐθείασ τὰσ δὲ πλαγίασ, ὥσπερ ἐπὶ στήμονι κρόκην ἐμβάλλουσα, προσχρωμένη καμπαῖσ καὶ περιαγωγαῖσ δι’ ἀλλήλων, ὥστε διαρμόσαι καὶ γενέσθαι στρογγύλον ἐνήρεμον, πρόμηκεσ ἐκ τοῦ σχήματοσ, ἁλιευτικῷ κύρτῳ παραπλήσιον. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 35 11:1)
(플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 35 11:1)
유의어
-
모
- κροκύς (the flock or nap on woollen cloth)