Ancient Greek-English Dictionary Language

κατοπτεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κατοπτεύω κατοπτεύσω

Structure: κατ (Prefix) + ὀπτεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: kato/pths

Sense

  1. to spy out, reconnoitre, to be observed

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατοπτεύω κατοπτεύεις κατοπτεύει
Dual κατοπτεύετον κατοπτεύετον
Plural κατοπτεύομεν κατοπτεύετε κατοπτεύουσιν*
SubjunctiveSingular κατοπτεύω κατοπτεύῃς κατοπτεύῃ
Dual κατοπτεύητον κατοπτεύητον
Plural κατοπτεύωμεν κατοπτεύητε κατοπτεύωσιν*
OptativeSingular κατοπτεύοιμι κατοπτεύοις κατοπτεύοι
Dual κατοπτεύοιτον κατοπτευοίτην
Plural κατοπτεύοιμεν κατοπτεύοιτε κατοπτεύοιεν
ImperativeSingular κατόπτευε κατοπτευέτω
Dual κατοπτεύετον κατοπτευέτων
Plural κατοπτεύετε κατοπτευόντων, κατοπτευέτωσαν
Infinitive κατοπτεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατοπτευων κατοπτευοντος κατοπτευουσα κατοπτευουσης κατοπτευον κατοπτευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατοπτεύομαι κατοπτεύει, κατοπτεύῃ κατοπτεύεται
Dual κατοπτεύεσθον κατοπτεύεσθον
Plural κατοπτευόμεθα κατοπτεύεσθε κατοπτεύονται
SubjunctiveSingular κατοπτεύωμαι κατοπτεύῃ κατοπτεύηται
Dual κατοπτεύησθον κατοπτεύησθον
Plural κατοπτευώμεθα κατοπτεύησθε κατοπτεύωνται
OptativeSingular κατοπτευοίμην κατοπτεύοιο κατοπτεύοιτο
Dual κατοπτεύοισθον κατοπτευοίσθην
Plural κατοπτευοίμεθα κατοπτεύοισθε κατοπτεύοιντο
ImperativeSingular κατοπτεύου κατοπτευέσθω
Dual κατοπτεύεσθον κατοπτευέσθων
Plural κατοπτεύεσθε κατοπτευέσθων, κατοπτευέσθωσαν
Infinitive κατοπτεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατοπτευομενος κατοπτευομενου κατοπτευομενη κατοπτευομενης κατοπτευομενον κατοπτευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀπὸ πάσησ δὲ τῆσ μεταξὺ Ποπλωνίου καὶ Πίσησ ἱκανῶσ αἱ νῆσοι κατοπτεύονται· (Strabo, Geography, book 5, chapter 2 16:1)

Synonyms

  1. to spy out

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION