헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοπτεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατοπτεύω κατοπτεύσω

형태분석: κατ (접두사) + ὀπτεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: kato/pths

  1. to spy out, reconnoitre, to be observed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοπτεύω

κατοπτεύεις

κατοπτεύει

쌍수 κατοπτεύετον

κατοπτεύετον

복수 κατοπτεύομεν

κατοπτεύετε

κατοπτεύουσιν*

접속법단수 κατοπτεύω

κατοπτεύῃς

κατοπτεύῃ

쌍수 κατοπτεύητον

κατοπτεύητον

복수 κατοπτεύωμεν

κατοπτεύητε

κατοπτεύωσιν*

기원법단수 κατοπτεύοιμι

κατοπτεύοις

κατοπτεύοι

쌍수 κατοπτεύοιτον

κατοπτευοίτην

복수 κατοπτεύοιμεν

κατοπτεύοιτε

κατοπτεύοιεν

명령법단수 κατόπτευε

κατοπτευέτω

쌍수 κατοπτεύετον

κατοπτευέτων

복수 κατοπτεύετε

κατοπτευόντων, κατοπτευέτωσαν

부정사 κατοπτεύειν

분사 남성여성중성
κατοπτευων

κατοπτευοντος

κατοπτευουσα

κατοπτευουσης

κατοπτευον

κατοπτευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοπτεύομαι

κατοπτεύει, κατοπτεύῃ

κατοπτεύεται

쌍수 κατοπτεύεσθον

κατοπτεύεσθον

복수 κατοπτευόμεθα

κατοπτεύεσθε

κατοπτεύονται

접속법단수 κατοπτεύωμαι

κατοπτεύῃ

κατοπτεύηται

쌍수 κατοπτεύησθον

κατοπτεύησθον

복수 κατοπτευώμεθα

κατοπτεύησθε

κατοπτεύωνται

기원법단수 κατοπτευοίμην

κατοπτεύοιο

κατοπτεύοιτο

쌍수 κατοπτεύοισθον

κατοπτευοίσθην

복수 κατοπτευοίμεθα

κατοπτεύοισθε

κατοπτεύοιντο

명령법단수 κατοπτεύου

κατοπτευέσθω

쌍수 κατοπτεύεσθον

κατοπτευέσθων

복수 κατοπτεύεσθε

κατοπτευέσθων, κατοπτευέσθωσαν

부정사 κατοπτεύεσθαι

분사 남성여성중성
κατοπτευομενος

κατοπτευομενου

κατοπτευομενη

κατοπτευομενης

κατοπτευομενον

κατοπτευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to spy out

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION