Ancient Greek-English Dictionary Language

κατολισθάνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κατολισθάνω κατολισθήσω

Structure: κατ (Prefix) + ὀλισθάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to slip or sink down

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατολισθάνω κατολισθάνεις κατολισθάνει
Dual κατολισθάνετον κατολισθάνετον
Plural κατολισθάνομεν κατολισθάνετε κατολισθάνουσιν*
SubjunctiveSingular κατολισθάνω κατολισθάνῃς κατολισθάνῃ
Dual κατολισθάνητον κατολισθάνητον
Plural κατολισθάνωμεν κατολισθάνητε κατολισθάνωσιν*
OptativeSingular κατολισθάνοιμι κατολισθάνοις κατολισθάνοι
Dual κατολισθάνοιτον κατολισθανοίτην
Plural κατολισθάνοιμεν κατολισθάνοιτε κατολισθάνοιεν
ImperativeSingular κατολίσθανε κατολισθανέτω
Dual κατολισθάνετον κατολισθανέτων
Plural κατολισθάνετε κατολισθανόντων, κατολισθανέτωσαν
Infinitive κατολισθάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατολισθανων κατολισθανοντος κατολισθανουσα κατολισθανουσης κατολισθανον κατολισθανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατολισθάνομαι κατολισθάνει, κατολισθάνῃ κατολισθάνεται
Dual κατολισθάνεσθον κατολισθάνεσθον
Plural κατολισθανόμεθα κατολισθάνεσθε κατολισθάνονται
SubjunctiveSingular κατολισθάνωμαι κατολισθάνῃ κατολισθάνηται
Dual κατολισθάνησθον κατολισθάνησθον
Plural κατολισθανώμεθα κατολισθάνησθε κατολισθάνωνται
OptativeSingular κατολισθανοίμην κατολισθάνοιο κατολισθάνοιτο
Dual κατολισθάνοισθον κατολισθανοίσθην
Plural κατολισθανοίμεθα κατολισθάνοισθε κατολισθάνοιντο
ImperativeSingular κατολισθάνου κατολισθανέσθω
Dual κατολισθάνεσθον κατολισθανέσθων
Plural κατολισθάνεσθε κατολισθανέσθων, κατολισθανέσθωσαν
Infinitive κατολισθάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατολισθανομενος κατολισθανομενου κατολισθανομενη κατολισθανομενης κατολισθανομενον κατολισθανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἅτε γὰρ πολὺ μὲν τὸ ὀργίλον καὶ κοῦφον καὶ ὀξυκίνητον ἔχουσαι, ὀλίγην δὲ τὴν τοῦ σώματοσ αὐτοῦ δύναμιν, ῥᾳδίωσ ἐσ τὸ πάθοσ τοῦτο κατολισθάνουσιν. (Lucian, Abdicatus, (no name) 28:3)

Synonyms

  1. to slip or sink down

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION