Ancient Greek-English Dictionary Language

κατερείπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατερείπω κατερείψω

Structure: κατ (Prefix) + ἐρείπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to throw or cast down, to fall in ruins
  2. to fall down, fall prostrate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατερείπω κατερείπεις κατερείπει
Dual κατερείπετον κατερείπετον
Plural κατερείπομεν κατερείπετε κατερείπουσιν*
SubjunctiveSingular κατερείπω κατερείπῃς κατερείπῃ
Dual κατερείπητον κατερείπητον
Plural κατερείπωμεν κατερείπητε κατερείπωσιν*
OptativeSingular κατερείποιμι κατερείποις κατερείποι
Dual κατερείποιτον κατερειποίτην
Plural κατερείποιμεν κατερείποιτε κατερείποιεν
ImperativeSingular κατέρειπε κατερειπέτω
Dual κατερείπετον κατερειπέτων
Plural κατερείπετε κατερειπόντων, κατερειπέτωσαν
Infinitive κατερείπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατερειπων κατερειποντος κατερειπουσα κατερειπουσης κατερειπον κατερειποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατερείπομαι κατερείπει, κατερείπῃ κατερείπεται
Dual κατερείπεσθον κατερείπεσθον
Plural κατερειπόμεθα κατερείπεσθε κατερείπονται
SubjunctiveSingular κατερείπωμαι κατερείπῃ κατερείπηται
Dual κατερείπησθον κατερείπησθον
Plural κατερειπώμεθα κατερείπησθε κατερείπωνται
OptativeSingular κατερειποίμην κατερείποιο κατερείποιτο
Dual κατερείποισθον κατερειποίσθην
Plural κατερειποίμεθα κατερείποισθε κατερείποιντο
ImperativeSingular κατερείπου κατερειπέσθω
Dual κατερείπεσθον κατερειπέσθων
Plural κατερείπεσθε κατερειπέσθων, κατερειπέσθωσαν
Infinitive κατερείπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατερειπομενος κατερειπομενου κατερειπομενη κατερειπομενης κατερειπομενον κατερειπομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to throw or cast down

  2. to fall down

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION