헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατείβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατείβω

형태분석: κατ (접두사) + εί̓β (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흘리다, 쏟다, 붓다, 퍼내다, 뿌리다, 퍼뜨리다
  1. to let flow down, shed, to flow apace, ebbed, passed away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατείβω

(나는) 흘린다

κατείβεις

(너는) 흘린다

κατείβει

(그는) 흘린다

쌍수 κατείβετον

(너희 둘은) 흘린다

κατείβετον

(그 둘은) 흘린다

복수 κατείβομεν

(우리는) 흘린다

κατείβετε

(너희는) 흘린다

κατείβουσιν*

(그들은) 흘린다

접속법단수 κατείβω

(나는) 흘리자

κατείβῃς

(너는) 흘리자

κατείβῃ

(그는) 흘리자

쌍수 κατείβητον

(너희 둘은) 흘리자

κατείβητον

(그 둘은) 흘리자

복수 κατείβωμεν

(우리는) 흘리자

κατείβητε

(너희는) 흘리자

κατείβωσιν*

(그들은) 흘리자

기원법단수 κατείβοιμι

(나는) 흘리기를 (바라다)

κατείβοις

(너는) 흘리기를 (바라다)

κατείβοι

(그는) 흘리기를 (바라다)

쌍수 κατείβοιτον

(너희 둘은) 흘리기를 (바라다)

κατειβοίτην

(그 둘은) 흘리기를 (바라다)

복수 κατείβοιμεν

(우리는) 흘리기를 (바라다)

κατείβοιτε

(너희는) 흘리기를 (바라다)

κατείβοιεν

(그들은) 흘리기를 (바라다)

명령법단수 κατείβε

(너는) 흘려라

κατειβέτω

(그는) 흘려라

쌍수 κατείβετον

(너희 둘은) 흘려라

κατειβέτων

(그 둘은) 흘려라

복수 κατείβετε

(너희는) 흘려라

κατειβόντων, κατειβέτωσαν

(그들은) 흘려라

부정사 κατείβειν

흘리는 것

분사 남성여성중성
κατειβων

κατειβοντος

κατειβουσα

κατειβουσης

κατειβον

κατειβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατείβομαι

(나는) 흘려진다

κατείβει, κατείβῃ

(너는) 흘려진다

κατείβεται

(그는) 흘려진다

쌍수 κατείβεσθον

(너희 둘은) 흘려진다

κατείβεσθον

(그 둘은) 흘려진다

복수 κατειβόμεθα

(우리는) 흘려진다

κατείβεσθε

(너희는) 흘려진다

κατείβονται

(그들은) 흘려진다

접속법단수 κατείβωμαι

(나는) 흘려지자

κατείβῃ

(너는) 흘려지자

κατείβηται

(그는) 흘려지자

쌍수 κατείβησθον

(너희 둘은) 흘려지자

κατείβησθον

(그 둘은) 흘려지자

복수 κατειβώμεθα

(우리는) 흘려지자

κατείβησθε

(너희는) 흘려지자

κατείβωνται

(그들은) 흘려지자

기원법단수 κατειβοίμην

(나는) 흘려지기를 (바라다)

κατείβοιο

(너는) 흘려지기를 (바라다)

κατείβοιτο

(그는) 흘려지기를 (바라다)

쌍수 κατείβοισθον

(너희 둘은) 흘려지기를 (바라다)

κατειβοίσθην

(그 둘은) 흘려지기를 (바라다)

복수 κατειβοίμεθα

(우리는) 흘려지기를 (바라다)

κατείβοισθε

(너희는) 흘려지기를 (바라다)

κατείβοιντο

(그들은) 흘려지기를 (바라다)

명령법단수 κατείβου

(너는) 흘려져라

κατειβέσθω

(그는) 흘려져라

쌍수 κατείβεσθον

(너희 둘은) 흘려져라

κατειβέσθων

(그 둘은) 흘려져라

복수 κατείβεσθε

(너희는) 흘려져라

κατειβέσθων, κατειβέσθωσαν

(그들은) 흘려져라

부정사 κατείβεσθαι

흘려지는 것

분사 남성여성중성
κατειβομενος

κατειβομενου

κατειβομενη

κατειβομενης

κατειβομενον

κατειβομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κάτηἰβον

(나는) 흘리고 있었다

κάτηἰβες

(너는) 흘리고 있었다

κάτηἰβεν*

(그는) 흘리고 있었다

쌍수 κατῆἰβετον

(너희 둘은) 흘리고 있었다

κατήἰβετην

(그 둘은) 흘리고 있었다

복수 κατῆἰβομεν

(우리는) 흘리고 있었다

κατῆἰβετε

(너희는) 흘리고 있었다

κάτηἰβον

(그들은) 흘리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατήἰβομην

(나는) 흘려지고 있었다

κατῆἰβου

(너는) 흘려지고 있었다

κατῆἰβετο

(그는) 흘려지고 있었다

쌍수 κατῆἰβεσθον

(너희 둘은) 흘려지고 있었다

κατήἰβεσθην

(그 둘은) 흘려지고 있었다

복수 κατήἰβομεθα

(우리는) 흘려지고 있었다

κατῆἰβεσθε

(너희는) 흘려지고 있었다

κατῆἰβοντο

(그들은) 흘려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

  • εἴβω (떨어뜨리다, 조금씩 흐르다, 뚝뚝 떨어뜨리다)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION