Ancient Greek-English Dictionary Language

κατατυγχάνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κατατυγχάνω κατατεύξομαι

Structure: κατα (Prefix) + τυγχάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to hit one's mark, to be successful

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατατυγχάνω κατατυγχάνεις κατατυγχάνει
Dual κατατυγχάνετον κατατυγχάνετον
Plural κατατυγχάνομεν κατατυγχάνετε κατατυγχάνουσιν*
SubjunctiveSingular κατατυγχάνω κατατυγχάνῃς κατατυγχάνῃ
Dual κατατυγχάνητον κατατυγχάνητον
Plural κατατυγχάνωμεν κατατυγχάνητε κατατυγχάνωσιν*
OptativeSingular κατατυγχάνοιμι κατατυγχάνοις κατατυγχάνοι
Dual κατατυγχάνοιτον κατατυγχανοίτην
Plural κατατυγχάνοιμεν κατατυγχάνοιτε κατατυγχάνοιεν
ImperativeSingular κατατύγχανε κατατυγχανέτω
Dual κατατυγχάνετον κατατυγχανέτων
Plural κατατυγχάνετε κατατυγχανόντων, κατατυγχανέτωσαν
Infinitive κατατυγχάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατατυγχανων κατατυγχανοντος κατατυγχανουσα κατατυγχανουσης κατατυγχανον κατατυγχανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατατυγχάνομαι κατατυγχάνει, κατατυγχάνῃ κατατυγχάνεται
Dual κατατυγχάνεσθον κατατυγχάνεσθον
Plural κατατυγχανόμεθα κατατυγχάνεσθε κατατυγχάνονται
SubjunctiveSingular κατατυγχάνωμαι κατατυγχάνῃ κατατυγχάνηται
Dual κατατυγχάνησθον κατατυγχάνησθον
Plural κατατυγχανώμεθα κατατυγχάνησθε κατατυγχάνωνται
OptativeSingular κατατυγχανοίμην κατατυγχάνοιο κατατυγχάνοιτο
Dual κατατυγχάνοισθον κατατυγχανοίσθην
Plural κατατυγχανοίμεθα κατατυγχάνοισθε κατατυγχάνοιντο
ImperativeSingular κατατυγχάνου κατατυγχανέσθω
Dual κατατυγχάνεσθον κατατυγχανέσθων
Plural κατατυγχάνεσθε κατατυγχανέσθων, κατατυγχανέσθωσαν
Infinitive κατατυγχάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατατυγχανομενος κατατυγχανομενου κατατυγχανομενη κατατυγχανομενης κατατυγχανομενον κατατυγχανομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION