- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασκέω?

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: kataskeō 고전 발음: [까따께오:] 신약 발음: [까따깨오]

기본형: κατασκέω κατασκήσω

형태분석: κατ (접두사) + ἀσκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to practise much, regular, ascetic

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάσκω

κατάσκεις

κατάσκει

쌍수 κατάσκειτον

κατάσκειτον

복수 κατάσκουμεν

κατάσκειτε

κατάσκουσι(ν)

접속법단수 κατάσκω

κατάσκῃς

κατάσκῃ

쌍수 κατάσκητον

κατάσκητον

복수 κατάσκωμεν

κατάσκητε

κατάσκωσι(ν)

기원법단수 κατάσκοιμι

κατάσκοις

κατάσκοι

쌍수 κατάσκοιτον

κατασκοίτην

복수 κατάσκοιμεν

κατάσκοιτε

κατάσκοιεν

명령법단수 κατᾶσκει

κατασκεῖτω

쌍수 κατάσκειτον

κατασκεῖτων

복수 κατάσκειτε

κατασκοῦντων, κατασκεῖτωσαν

부정사 κατάσκειν

분사 남성여성중성
κατασκων

κατασκουντος

κατασκουσα

κατασκουσης

κατασκουν

κατασκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάσκουμαι

κατάσκει, κατάσκῃ

κατάσκειται

쌍수 κατάσκεισθον

κατάσκεισθον

복수 κατασκοῦμεθα

κατάσκεισθε

κατάσκουνται

접속법단수 κατάσκωμαι

κατάσκῃ

κατάσκηται

쌍수 κατάσκησθον

κατάσκησθον

복수 κατασκώμεθα

κατάσκησθε

κατάσκωνται

기원법단수 κατασκοίμην

κατάσκοιο

κατάσκοιτο

쌍수 κατάσκοισθον

κατασκοίσθην

복수 κατασκοίμεθα

κατάσκοισθε

κατάσκοιντο

명령법단수 κατάσκου

κατασκεῖσθω

쌍수 κατάσκεισθον

κατασκεῖσθων

복수 κατάσκεισθε

κατασκεῖσθων, κατασκεῖσθωσαν

부정사 κατάσκεισθαι

분사 남성여성중성
κατασκουμενος

κατασκουμενου

κατασκουμενη

κατασκουμενης

κατασκουμενον

κατασκουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION