- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προασκέω?

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: proaskeō 고전 발음: [로아께오:] 신약 발음: [로아깨오]

기본형: προασκέω προασκήσω

형태분석: προ (접두사) + ἀσκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to train or exercise before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προάσκω

προάσκεις

προάσκει

쌍수 προάσκειτον

προάσκειτον

복수 προάσκουμεν

προάσκειτε

προάσκουσι(ν)

접속법단수 προάσκω

προάσκῃς

προάσκῃ

쌍수 προάσκητον

προάσκητον

복수 προάσκωμεν

προάσκητε

προάσκωσι(ν)

기원법단수 προάσκοιμι

προάσκοις

προάσκοι

쌍수 προάσκοιτον

προασκοίτην

복수 προάσκοιμεν

προάσκοιτε

προάσκοιεν

명령법단수 προᾶσκει

προασκεῖτω

쌍수 προάσκειτον

προασκεῖτων

복수 προάσκειτε

προασκοῦντων, προασκεῖτωσαν

부정사 προάσκειν

분사 남성여성중성
προασκων

προασκουντος

προασκουσα

προασκουσης

προασκουν

προασκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προάσκουμαι

προάσκει, προάσκῃ

προάσκειται

쌍수 προάσκεισθον

προάσκεισθον

복수 προασκοῦμεθα

προάσκεισθε

προάσκουνται

접속법단수 προάσκωμαι

προάσκῃ

προάσκηται

쌍수 προάσκησθον

προάσκησθον

복수 προασκώμεθα

προάσκησθε

προάσκωνται

기원법단수 προασκοίμην

προάσκοιο

προάσκοιτο

쌍수 προάσκοισθον

προασκοίσθην

복수 προασκοίμεθα

προάσκοισθε

προάσκοιντο

명령법단수 προάσκου

προασκεῖσθω

쌍수 προάσκεισθον

προασκεῖσθων

복수 προάσκεισθε

προασκεῖσθων, προασκεῖσθωσαν

부정사 προάσκεισθαι

분사 남성여성중성
προασκουμενος

προασκουμενου

προασκουμενη

προασκουμενης

προασκουμενον

προασκουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to train or exercise before

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION