헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταρτάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταρτάω καταρτήσω

형태분석: κατ (접두사) + ἀρτά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 맞추다, 바로잡다, 적응하다
  1. to hang down from, hang on or append
  2. to adjust, a well-adjusted or convenient

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάρτω

κατάρτᾳς

κατάρτᾳ

쌍수 κατάρτᾱτον

κατάρτᾱτον

복수 κατάρτωμεν

κατάρτᾱτε

κατάρτωσιν*

접속법단수 κατάρτω

κατάρτῃς

κατάρτῃ

쌍수 κατάρτητον

κατάρτητον

복수 κατάρτωμεν

κατάρτητε

κατάρτωσιν*

기원법단수 κατάρτῳμι

κατάρτῳς

κατάρτῳ

쌍수 κατάρτῳτον

καταρτῷτην

복수 κατάρτῳμεν

κατάρτῳτε

κατάρτῳεν

명령법단수 κατᾶρτᾱ

καταρτᾶτω

쌍수 κατάρτᾱτον

καταρτᾶτων

복수 κατάρτᾱτε

καταρτῶντων, καταρτᾶτωσαν

부정사 κατάρτᾱν

분사 남성여성중성
καταρτων

καταρτωντος

καταρτωσα

καταρτωσης

καταρτων

καταρτωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάρτωμαι

κατάρτᾳ

κατάρτᾱται

쌍수 κατάρτᾱσθον

κατάρτᾱσθον

복수 καταρτῶμεθα

κατάρτᾱσθε

κατάρτωνται

접속법단수 κατάρτωμαι

κατάρτῃ

κατάρτηται

쌍수 κατάρτησθον

κατάρτησθον

복수 καταρτώμεθα

κατάρτησθε

κατάρτωνται

기원법단수 καταρτῷμην

κατάρτῳο

κατάρτῳτο

쌍수 κατάρτῳσθον

καταρτῷσθην

복수 καταρτῷμεθα

κατάρτῳσθε

κατάρτῳντο

명령법단수 κατάρτω

καταρτᾶσθω

쌍수 κατάρτᾱσθον

καταρτᾶσθων

복수 κατάρτᾱσθε

καταρτᾶσθων, καταρτᾶσθωσαν

부정사 κατάρτᾱσθαι

분사 남성여성중성
καταρτωμενος

καταρτωμενου

καταρτωμενη

καταρτωμενης

καταρτωμενον

καταρτωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταρτήσω

καταρτήσεις

καταρτήσει

쌍수 καταρτήσετον

καταρτήσετον

복수 καταρτήσομεν

καταρτήσετε

καταρτήσουσιν*

기원법단수 καταρτήσοιμι

καταρτήσοις

καταρτήσοι

쌍수 καταρτήσοιτον

καταρτησοίτην

복수 καταρτήσοιμεν

καταρτήσοιτε

καταρτήσοιεν

부정사 καταρτήσειν

분사 남성여성중성
καταρτησων

καταρτησοντος

καταρτησουσα

καταρτησουσης

καταρτησον

καταρτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταρτήσομαι

καταρτήσει, καταρτήσῃ

καταρτήσεται

쌍수 καταρτήσεσθον

καταρτήσεσθον

복수 καταρτησόμεθα

καταρτήσεσθε

καταρτήσονται

기원법단수 καταρτησοίμην

καταρτήσοιο

καταρτήσοιτο

쌍수 καταρτήσοισθον

καταρτησοίσθην

복수 καταρτησοίμεθα

καταρτήσοισθε

καταρτήσοιντο

부정사 καταρτήσεσθαι

분사 남성여성중성
καταρτησομενος

καταρτησομενου

καταρτησομενη

καταρτησομενης

καταρτησομενον

καταρτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to hang down from

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION