- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταρκέω?

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: katarkeō 고전 발음: [까따께오:] 신약 발음: [까따깨오]

기본형: καταρκέω καταρκέσω

형태분석: κατ (접두사) + ἀρκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be fully sufficient

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάρκω

κατάρκεις

κατάρκει

쌍수 κατάρκειτον

κατάρκειτον

복수 κατάρκουμεν

κατάρκειτε

κατάρκουσι(ν)

접속법단수 κατάρκω

κατάρκῃς

κατάρκῃ

쌍수 κατάρκητον

κατάρκητον

복수 κατάρκωμεν

κατάρκητε

κατάρκωσι(ν)

기원법단수 κατάρκοιμι

κατάρκοις

κατάρκοι

쌍수 κατάρκοιτον

καταρκοίτην

복수 κατάρκοιμεν

κατάρκοιτε

κατάρκοιεν

명령법단수 κατᾶρκει

καταρκεῖτω

쌍수 κατάρκειτον

καταρκεῖτων

복수 κατάρκειτε

καταρκοῦντων, καταρκεῖτωσαν

부정사 κατάρκειν

분사 남성여성중성
καταρκων

καταρκουντος

καταρκουσα

καταρκουσης

καταρκουν

καταρκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάρκουμαι

κατάρκει, κατάρκῃ

κατάρκειται

쌍수 κατάρκεισθον

κατάρκεισθον

복수 καταρκοῦμεθα

κατάρκεισθε

κατάρκουνται

접속법단수 κατάρκωμαι

κατάρκῃ

κατάρκηται

쌍수 κατάρκησθον

κατάρκησθον

복수 καταρκώμεθα

κατάρκησθε

κατάρκωνται

기원법단수 καταρκοίμην

κατάρκοιο

κατάρκοιτο

쌍수 κατάρκοισθον

καταρκοίσθην

복수 καταρκοίμεθα

κατάρκοισθε

κατάρκοιντο

명령법단수 κατάρκου

καταρκεῖσθω

쌍수 κατάρκεισθον

καταρκεῖσθων

복수 κατάρκεισθε

καταρκεῖσθων, καταρκεῖσθωσαν

부정사 κατάρκεισθαι

분사 남성여성중성
καταρκουμενος

καταρκουμενου

καταρκουμενη

καταρκουμενης

καταρκουμενον

καταρκουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be fully sufficient

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION