헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταπολεμέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταπολεμέω καταπολεμήσω

형태분석: κατα (접두사) + πολεμέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 깎다, 겸허하게 하다, 좌천시키다, 낮추다
  1. to war down, to exhaust by war, subdue completely, reduce, to attempt to subdue

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπολεμῶ

(나는) 깎는다

καταπολεμεῖς

(너는) 깎는다

καταπολεμεῖ

(그는) 깎는다

쌍수 καταπολεμεῖτον

(너희 둘은) 깎는다

καταπολεμεῖτον

(그 둘은) 깎는다

복수 καταπολεμοῦμεν

(우리는) 깎는다

καταπολεμεῖτε

(너희는) 깎는다

καταπολεμοῦσιν*

(그들은) 깎는다

접속법단수 καταπολεμῶ

(나는) 깎자

καταπολεμῇς

(너는) 깎자

καταπολεμῇ

(그는) 깎자

쌍수 καταπολεμῆτον

(너희 둘은) 깎자

καταπολεμῆτον

(그 둘은) 깎자

복수 καταπολεμῶμεν

(우리는) 깎자

καταπολεμῆτε

(너희는) 깎자

καταπολεμῶσιν*

(그들은) 깎자

기원법단수 καταπολεμοῖμι

(나는) 깎기를 (바라다)

καταπολεμοῖς

(너는) 깎기를 (바라다)

καταπολεμοῖ

(그는) 깎기를 (바라다)

쌍수 καταπολεμοῖτον

(너희 둘은) 깎기를 (바라다)

καταπολεμοίτην

(그 둘은) 깎기를 (바라다)

복수 καταπολεμοῖμεν

(우리는) 깎기를 (바라다)

καταπολεμοῖτε

(너희는) 깎기를 (바라다)

καταπολεμοῖεν

(그들은) 깎기를 (바라다)

명령법단수 καταπολέμει

(너는) 깎아라

καταπολεμείτω

(그는) 깎아라

쌍수 καταπολεμεῖτον

(너희 둘은) 깎아라

καταπολεμείτων

(그 둘은) 깎아라

복수 καταπολεμεῖτε

(너희는) 깎아라

καταπολεμούντων, καταπολεμείτωσαν

(그들은) 깎아라

부정사 καταπολεμεῖν

깎는 것

분사 남성여성중성
καταπολεμων

καταπολεμουντος

καταπολεμουσα

καταπολεμουσης

καταπολεμουν

καταπολεμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπολεμοῦμαι

(나는) 깎어진다

καταπολεμεῖ, καταπολεμῇ

(너는) 깎어진다

καταπολεμεῖται

(그는) 깎어진다

쌍수 καταπολεμεῖσθον

(너희 둘은) 깎어진다

καταπολεμεῖσθον

(그 둘은) 깎어진다

복수 καταπολεμούμεθα

(우리는) 깎어진다

καταπολεμεῖσθε

(너희는) 깎어진다

καταπολεμοῦνται

(그들은) 깎어진다

접속법단수 καταπολεμῶμαι

(나는) 깎어지자

καταπολεμῇ

(너는) 깎어지자

καταπολεμῆται

(그는) 깎어지자

쌍수 καταπολεμῆσθον

(너희 둘은) 깎어지자

καταπολεμῆσθον

(그 둘은) 깎어지자

복수 καταπολεμώμεθα

(우리는) 깎어지자

καταπολεμῆσθε

(너희는) 깎어지자

καταπολεμῶνται

(그들은) 깎어지자

기원법단수 καταπολεμοίμην

(나는) 깎어지기를 (바라다)

καταπολεμοῖο

(너는) 깎어지기를 (바라다)

καταπολεμοῖτο

(그는) 깎어지기를 (바라다)

쌍수 καταπολεμοῖσθον

(너희 둘은) 깎어지기를 (바라다)

καταπολεμοίσθην

(그 둘은) 깎어지기를 (바라다)

복수 καταπολεμοίμεθα

(우리는) 깎어지기를 (바라다)

καταπολεμοῖσθε

(너희는) 깎어지기를 (바라다)

καταπολεμοῖντο

(그들은) 깎어지기를 (바라다)

명령법단수 καταπολεμοῦ

(너는) 깎어져라

καταπολεμείσθω

(그는) 깎어져라

쌍수 καταπολεμεῖσθον

(너희 둘은) 깎어져라

καταπολεμείσθων

(그 둘은) 깎어져라

복수 καταπολεμεῖσθε

(너희는) 깎어져라

καταπολεμείσθων, καταπολεμείσθωσαν

(그들은) 깎어져라

부정사 καταπολεμεῖσθαι

깎어지는 것

분사 남성여성중성
καταπολεμουμενος

καταπολεμουμενου

καταπολεμουμενη

καταπολεμουμενης

καταπολεμουμενον

καταπολεμουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπολεμήσω

(나는) 깎겠다

καταπολεμήσεις

(너는) 깎겠다

καταπολεμήσει

(그는) 깎겠다

쌍수 καταπολεμήσετον

(너희 둘은) 깎겠다

καταπολεμήσετον

(그 둘은) 깎겠다

복수 καταπολεμήσομεν

(우리는) 깎겠다

καταπολεμήσετε

(너희는) 깎겠다

καταπολεμήσουσιν*

(그들은) 깎겠다

기원법단수 καταπολεμήσοιμι

(나는) 깎겠기를 (바라다)

καταπολεμήσοις

(너는) 깎겠기를 (바라다)

καταπολεμήσοι

(그는) 깎겠기를 (바라다)

쌍수 καταπολεμήσοιτον

(너희 둘은) 깎겠기를 (바라다)

καταπολεμησοίτην

(그 둘은) 깎겠기를 (바라다)

복수 καταπολεμήσοιμεν

(우리는) 깎겠기를 (바라다)

καταπολεμήσοιτε

(너희는) 깎겠기를 (바라다)

καταπολεμήσοιεν

(그들은) 깎겠기를 (바라다)

부정사 καταπολεμήσειν

깎을 것

분사 남성여성중성
καταπολεμησων

καταπολεμησοντος

καταπολεμησουσα

καταπολεμησουσης

καταπολεμησον

καταπολεμησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπολεμήσομαι

(나는) 깎어지겠다

καταπολεμήσει, καταπολεμήσῃ

(너는) 깎어지겠다

καταπολεμήσεται

(그는) 깎어지겠다

쌍수 καταπολεμήσεσθον

(너희 둘은) 깎어지겠다

καταπολεμήσεσθον

(그 둘은) 깎어지겠다

복수 καταπολεμησόμεθα

(우리는) 깎어지겠다

καταπολεμήσεσθε

(너희는) 깎어지겠다

καταπολεμήσονται

(그들은) 깎어지겠다

기원법단수 καταπολεμησοίμην

(나는) 깎어지겠기를 (바라다)

καταπολεμήσοιο

(너는) 깎어지겠기를 (바라다)

καταπολεμήσοιτο

(그는) 깎어지겠기를 (바라다)

쌍수 καταπολεμήσοισθον

(너희 둘은) 깎어지겠기를 (바라다)

καταπολεμησοίσθην

(그 둘은) 깎어지겠기를 (바라다)

복수 καταπολεμησοίμεθα

(우리는) 깎어지겠기를 (바라다)

καταπολεμήσοισθε

(너희는) 깎어지겠기를 (바라다)

καταπολεμήσοιντο

(그들은) 깎어지겠기를 (바라다)

부정사 καταπολεμήσεσθαι

깎어질 것

분사 남성여성중성
καταπολεμησομενος

καταπολεμησομενου

καταπολεμησομενη

καταπολεμησομενης

καταπολεμησομενον

καταπολεμησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπολέμουν

(나는) 깎고 있었다

κατεπολέμεις

(너는) 깎고 있었다

κατεπολέμειν*

(그는) 깎고 있었다

쌍수 κατεπολεμεῖτον

(너희 둘은) 깎고 있었다

κατεπολεμείτην

(그 둘은) 깎고 있었다

복수 κατεπολεμοῦμεν

(우리는) 깎고 있었다

κατεπολεμεῖτε

(너희는) 깎고 있었다

κατεπολέμουν

(그들은) 깎고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπολεμούμην

(나는) 깎어지고 있었다

κατεπολεμοῦ

(너는) 깎어지고 있었다

κατεπολεμεῖτο

(그는) 깎어지고 있었다

쌍수 κατεπολεμεῖσθον

(너희 둘은) 깎어지고 있었다

κατεπολεμείσθην

(그 둘은) 깎어지고 있었다

복수 κατεπολεμούμεθα

(우리는) 깎어지고 있었다

κατεπολεμεῖσθε

(너희는) 깎어지고 있었다

κατεπολεμοῦντο

(그들은) 깎어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION