헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταπατέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταπατέω καταπατήσω

형태분석: κατα (접두사) + πατέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가지다, 먹다, 소유하다, 쥐다, 함께하다, 치르다
  1. to trample down, trample under foot, to trample down, have, trampled down)

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπάτω

(나는) 가진다

καταπάτεις

(너는) 가진다

καταπάτει

(그는) 가진다

쌍수 καταπάτειτον

(너희 둘은) 가진다

καταπάτειτον

(그 둘은) 가진다

복수 καταπάτουμεν

(우리는) 가진다

καταπάτειτε

(너희는) 가진다

καταπάτουσιν*

(그들은) 가진다

접속법단수 καταπάτω

(나는) 가지자

καταπάτῃς

(너는) 가지자

καταπάτῃ

(그는) 가지자

쌍수 καταπάτητον

(너희 둘은) 가지자

καταπάτητον

(그 둘은) 가지자

복수 καταπάτωμεν

(우리는) 가지자

καταπάτητε

(너희는) 가지자

καταπάτωσιν*

(그들은) 가지자

기원법단수 καταπάτοιμι

(나는) 가지기를 (바라다)

καταπάτοις

(너는) 가지기를 (바라다)

καταπάτοι

(그는) 가지기를 (바라다)

쌍수 καταπάτοιτον

(너희 둘은) 가지기를 (바라다)

καταπατοίτην

(그 둘은) 가지기를 (바라다)

복수 καταπάτοιμεν

(우리는) 가지기를 (바라다)

καταπάτοιτε

(너희는) 가지기를 (바라다)

καταπάτοιεν

(그들은) 가지기를 (바라다)

명령법단수 καταπᾶτει

(너는) 가져라

καταπατεῖτω

(그는) 가져라

쌍수 καταπάτειτον

(너희 둘은) 가져라

καταπατεῖτων

(그 둘은) 가져라

복수 καταπάτειτε

(너희는) 가져라

καταπατοῦντων, καταπατεῖτωσαν

(그들은) 가져라

부정사 καταπάτειν

가지는 것

분사 남성여성중성
καταπατων

καταπατουντος

καταπατουσα

καταπατουσης

καταπατουν

καταπατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπάτουμαι

(나는) 가져진다

καταπάτει, καταπάτῃ

(너는) 가져진다

καταπάτειται

(그는) 가져진다

쌍수 καταπάτεισθον

(너희 둘은) 가져진다

καταπάτεισθον

(그 둘은) 가져진다

복수 καταπατοῦμεθα

(우리는) 가져진다

καταπάτεισθε

(너희는) 가져진다

καταπάτουνται

(그들은) 가져진다

접속법단수 καταπάτωμαι

(나는) 가져지자

καταπάτῃ

(너는) 가져지자

καταπάτηται

(그는) 가져지자

쌍수 καταπάτησθον

(너희 둘은) 가져지자

καταπάτησθον

(그 둘은) 가져지자

복수 καταπατώμεθα

(우리는) 가져지자

καταπάτησθε

(너희는) 가져지자

καταπάτωνται

(그들은) 가져지자

기원법단수 καταπατοίμην

(나는) 가져지기를 (바라다)

καταπάτοιο

(너는) 가져지기를 (바라다)

καταπάτοιτο

(그는) 가져지기를 (바라다)

쌍수 καταπάτοισθον

(너희 둘은) 가져지기를 (바라다)

καταπατοίσθην

(그 둘은) 가져지기를 (바라다)

복수 καταπατοίμεθα

(우리는) 가져지기를 (바라다)

καταπάτοισθε

(너희는) 가져지기를 (바라다)

καταπάτοιντο

(그들은) 가져지기를 (바라다)

명령법단수 καταπάτου

(너는) 가져져라

καταπατεῖσθω

(그는) 가져져라

쌍수 καταπάτεισθον

(너희 둘은) 가져져라

καταπατεῖσθων

(그 둘은) 가져져라

복수 καταπάτεισθε

(너희는) 가져져라

καταπατεῖσθων, καταπατεῖσθωσαν

(그들은) 가져져라

부정사 καταπάτεισθαι

가져지는 것

분사 남성여성중성
καταπατουμενος

καταπατουμενου

καταπατουμενη

καταπατουμενης

καταπατουμενον

καταπατουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπατήσω

(나는) 가지겠다

καταπατήσεις

(너는) 가지겠다

καταπατήσει

(그는) 가지겠다

쌍수 καταπατήσετον

(너희 둘은) 가지겠다

καταπατήσετον

(그 둘은) 가지겠다

복수 καταπατήσομεν

(우리는) 가지겠다

καταπατήσετε

(너희는) 가지겠다

καταπατήσουσιν*

(그들은) 가지겠다

기원법단수 καταπατήσοιμι

(나는) 가지겠기를 (바라다)

καταπατήσοις

(너는) 가지겠기를 (바라다)

καταπατήσοι

(그는) 가지겠기를 (바라다)

쌍수 καταπατήσοιτον

(너희 둘은) 가지겠기를 (바라다)

καταπατησοίτην

(그 둘은) 가지겠기를 (바라다)

복수 καταπατήσοιμεν

(우리는) 가지겠기를 (바라다)

καταπατήσοιτε

(너희는) 가지겠기를 (바라다)

καταπατήσοιεν

(그들은) 가지겠기를 (바라다)

부정사 καταπατήσειν

가질 것

분사 남성여성중성
καταπατησων

καταπατησοντος

καταπατησουσα

καταπατησουσης

καταπατησον

καταπατησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπατήσομαι

(나는) 가져지겠다

καταπατήσει, καταπατήσῃ

(너는) 가져지겠다

καταπατήσεται

(그는) 가져지겠다

쌍수 καταπατήσεσθον

(너희 둘은) 가져지겠다

καταπατήσεσθον

(그 둘은) 가져지겠다

복수 καταπατησόμεθα

(우리는) 가져지겠다

καταπατήσεσθε

(너희는) 가져지겠다

καταπατήσονται

(그들은) 가져지겠다

기원법단수 καταπατησοίμην

(나는) 가져지겠기를 (바라다)

καταπατήσοιο

(너는) 가져지겠기를 (바라다)

καταπατήσοιτο

(그는) 가져지겠기를 (바라다)

쌍수 καταπατήσοισθον

(너희 둘은) 가져지겠기를 (바라다)

καταπατησοίσθην

(그 둘은) 가져지겠기를 (바라다)

복수 καταπατησοίμεθα

(우리는) 가져지겠기를 (바라다)

καταπατήσοισθε

(너희는) 가져지겠기를 (바라다)

καταπατήσοιντο

(그들은) 가져지겠기를 (바라다)

부정사 καταπατήσεσθαι

가져질 것

분사 남성여성중성
καταπατησομενος

καταπατησομενου

καταπατησομενη

καταπατησομενης

καταπατησομενον

καταπατησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπᾶτουν

(나는) 가지고 있었다

κατεπᾶτεις

(너는) 가지고 있었다

κατεπᾶτειν*

(그는) 가지고 있었다

쌍수 κατεπάτειτον

(너희 둘은) 가지고 있었다

κατεπατεῖτην

(그 둘은) 가지고 있었다

복수 κατεπάτουμεν

(우리는) 가지고 있었다

κατεπάτειτε

(너희는) 가지고 있었다

κατεπᾶτουν

(그들은) 가지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπατοῦμην

(나는) 가져지고 있었다

κατεπάτου

(너는) 가져지고 있었다

κατεπάτειτο

(그는) 가져지고 있었다

쌍수 κατεπάτεισθον

(너희 둘은) 가져지고 있었다

κατεπατεῖσθην

(그 둘은) 가져지고 있었다

복수 κατεπατοῦμεθα

(우리는) 가져지고 있었다

κατεπάτεισθε

(너희는) 가져지고 있었다

κατεπάτουντο

(그들은) 가져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐποίησε δύναμιν καὶ ἐπάταξε τὸν Ἀμαλὴκ καὶ ἐξείλατο τὸν Ἰσραὴλ ἐκ χειρὸσ τῶν καταπατούντων αὐτόν. (Septuagint, Liber I Samuelis 14:48)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 14:48)

  • τὴν ὀργήν μου εἰσ ἔθνοσ ἄνομον ἀποστελῶ καὶ τῷ ἐμῷ λαῷ συντάξω ποιῆσαι σκῦλα καὶ προνομὴν καὶ καταπατεῖν τὰσ πόλεισ καὶ θεῖναι αὐτὰσ εἰσ κονιορτόν. (Septuagint, Liber Isaiae 10:6)

    (70인역 성경, 이사야서 10:6)

  • ἀνάβαινε οὖν καὶ τὸν τένοντα τοῦ ἀλιτηρίου καταπάτει· (Lucian, Cataplus, (no name) 19:3)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 19:3)

  • πρὸ πάντων δὲ ἐκεῖνο μέμνησό μοι, μὴ μιμεῖσθαι τῶν ὀλίγον πρὸ ἡμῶν γενομένων σοφιστῶν τὰ φαυλότατα μηδὲ περιεσθίειν ἐκεῖνα ὥσπερ νῦν, ἀλλὰ τὰ μὲν τοιαῦτα καταπατεῖν, ζηλοῦν δὲ τὰ ἀρχαῖα τῶν παραδειγμάτων. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 23:2)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 23:2)

  • αἱ δ’ ἔλαφοι τὰσ κύνασ ὑπὲρ αὐτῶν ἀμυνόμεναι καταπατοῦσιν, ὥστ’ οὐκ εὐάλωτοί εἰσιν, ἐὰν μὴ προσμείξασ τισ εὐθὺσ διασκεδάσῃ αὐτὰσ ἀπ’ ἀλλήλων, ὥστε μονωθῆναί τινα αὐτῶν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 10:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 9 10:1)

유의어

  1. 가지다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION