헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμετρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταμετρέω καταμετρήσω

형태분석: κατα (접두사) + μετρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to measure out to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμέτρω

καταμέτρεις

καταμέτρει

쌍수 καταμέτρειτον

καταμέτρειτον

복수 καταμέτρουμεν

καταμέτρειτε

καταμέτρουσιν*

접속법단수 καταμέτρω

καταμέτρῃς

καταμέτρῃ

쌍수 καταμέτρητον

καταμέτρητον

복수 καταμέτρωμεν

καταμέτρητε

καταμέτρωσιν*

기원법단수 καταμέτροιμι

καταμέτροις

καταμέτροι

쌍수 καταμέτροιτον

καταμετροίτην

복수 καταμέτροιμεν

καταμέτροιτε

καταμέτροιεν

명령법단수 καταμε͂τρει

καταμετρεῖτω

쌍수 καταμέτρειτον

καταμετρεῖτων

복수 καταμέτρειτε

καταμετροῦντων, καταμετρεῖτωσαν

부정사 καταμέτρειν

분사 남성여성중성
καταμετρων

καταμετρουντος

καταμετρουσα

καταμετρουσης

καταμετρουν

καταμετρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμέτρουμαι

καταμέτρει, καταμέτρῃ

καταμέτρειται

쌍수 καταμέτρεισθον

καταμέτρεισθον

복수 καταμετροῦμεθα

καταμέτρεισθε

καταμέτρουνται

접속법단수 καταμέτρωμαι

καταμέτρῃ

καταμέτρηται

쌍수 καταμέτρησθον

καταμέτρησθον

복수 καταμετρώμεθα

καταμέτρησθε

καταμέτρωνται

기원법단수 καταμετροίμην

καταμέτροιο

καταμέτροιτο

쌍수 καταμέτροισθον

καταμετροίσθην

복수 καταμετροίμεθα

καταμέτροισθε

καταμέτροιντο

명령법단수 καταμέτρου

καταμετρεῖσθω

쌍수 καταμέτρεισθον

καταμετρεῖσθων

복수 καταμέτρεισθε

καταμετρεῖσθων, καταμετρεῖσθωσαν

부정사 καταμέτρεισθαι

분사 남성여성중성
καταμετρουμενος

καταμετρουμενου

καταμετρουμενη

καταμετρουμενης

καταμετρουμενον

καταμετρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμετρήσω

καταμετρήσεις

καταμετρήσει

쌍수 καταμετρήσετον

καταμετρήσετον

복수 καταμετρήσομεν

καταμετρήσετε

καταμετρήσουσιν*

기원법단수 καταμετρήσοιμι

καταμετρήσοις

καταμετρήσοι

쌍수 καταμετρήσοιτον

καταμετρησοίτην

복수 καταμετρήσοιμεν

καταμετρήσοιτε

καταμετρήσοιεν

부정사 καταμετρήσειν

분사 남성여성중성
καταμετρησων

καταμετρησοντος

καταμετρησουσα

καταμετρησουσης

καταμετρησον

καταμετρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμετρήσομαι

καταμετρήσει, καταμετρήσῃ

καταμετρήσεται

쌍수 καταμετρήσεσθον

καταμετρήσεσθον

복수 καταμετρησόμεθα

καταμετρήσεσθε

καταμετρήσονται

기원법단수 καταμετρησοίμην

καταμετρήσοιο

καταμετρήσοιτο

쌍수 καταμετρήσοισθον

καταμετρησοίσθην

복수 καταμετρησοίμεθα

καταμετρήσοισθε

καταμετρήσοιντο

부정사 καταμετρήσεσθαι

분사 남성여성중성
καταμετρησομενος

καταμετρησομενου

καταμετρησομενη

καταμετρησομενης

καταμετρησομενον

καταμετρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to measure out to

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION