헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακωλύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακωλύω κατακωλύσω

형태분석: κατα (접두사) + κωλύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 붙잡다, 제한하다, 지체하게 하다, 붙들다
  1. to hinder from doing, to detain, keep back

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακωλύω

(나는) 붙잡는다

κατακωλύεις

(너는) 붙잡는다

κατακωλύει

(그는) 붙잡는다

쌍수 κατακωλύετον

(너희 둘은) 붙잡는다

κατακωλύετον

(그 둘은) 붙잡는다

복수 κατακωλύομεν

(우리는) 붙잡는다

κατακωλύετε

(너희는) 붙잡는다

κατακωλύουσιν*

(그들은) 붙잡는다

접속법단수 κατακωλύω

(나는) 붙잡자

κατακωλύῃς

(너는) 붙잡자

κατακωλύῃ

(그는) 붙잡자

쌍수 κατακωλύητον

(너희 둘은) 붙잡자

κατακωλύητον

(그 둘은) 붙잡자

복수 κατακωλύωμεν

(우리는) 붙잡자

κατακωλύητε

(너희는) 붙잡자

κατακωλύωσιν*

(그들은) 붙잡자

기원법단수 κατακωλύοιμι

(나는) 붙잡기를 (바라다)

κατακωλύοις

(너는) 붙잡기를 (바라다)

κατακωλύοι

(그는) 붙잡기를 (바라다)

쌍수 κατακωλύοιτον

(너희 둘은) 붙잡기를 (바라다)

κατακωλυοίτην

(그 둘은) 붙잡기를 (바라다)

복수 κατακωλύοιμεν

(우리는) 붙잡기를 (바라다)

κατακωλύοιτε

(너희는) 붙잡기를 (바라다)

κατακωλύοιεν

(그들은) 붙잡기를 (바라다)

명령법단수 κατακώλυε

(너는) 붙잡아라

κατακωλυέτω

(그는) 붙잡아라

쌍수 κατακωλύετον

(너희 둘은) 붙잡아라

κατακωλυέτων

(그 둘은) 붙잡아라

복수 κατακωλύετε

(너희는) 붙잡아라

κατακωλυόντων, κατακωλυέτωσαν

(그들은) 붙잡아라

부정사 κατακωλύειν

붙잡는 것

분사 남성여성중성
κατακωλυων

κατακωλυοντος

κατακωλυουσα

κατακωλυουσης

κατακωλυον

κατακωλυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακωλύομαι

(나는) 붙잡힌다

κατακωλύει, κατακωλύῃ

(너는) 붙잡힌다

κατακωλύεται

(그는) 붙잡힌다

쌍수 κατακωλύεσθον

(너희 둘은) 붙잡힌다

κατακωλύεσθον

(그 둘은) 붙잡힌다

복수 κατακωλυόμεθα

(우리는) 붙잡힌다

κατακωλύεσθε

(너희는) 붙잡힌다

κατακωλύονται

(그들은) 붙잡힌다

접속법단수 κατακωλύωμαι

(나는) 붙잡히자

κατακωλύῃ

(너는) 붙잡히자

κατακωλύηται

(그는) 붙잡히자

쌍수 κατακωλύησθον

(너희 둘은) 붙잡히자

κατακωλύησθον

(그 둘은) 붙잡히자

복수 κατακωλυώμεθα

(우리는) 붙잡히자

κατακωλύησθε

(너희는) 붙잡히자

κατακωλύωνται

(그들은) 붙잡히자

기원법단수 κατακωλυοίμην

(나는) 붙잡히기를 (바라다)

κατακωλύοιο

(너는) 붙잡히기를 (바라다)

κατακωλύοιτο

(그는) 붙잡히기를 (바라다)

쌍수 κατακωλύοισθον

(너희 둘은) 붙잡히기를 (바라다)

κατακωλυοίσθην

(그 둘은) 붙잡히기를 (바라다)

복수 κατακωλυοίμεθα

(우리는) 붙잡히기를 (바라다)

κατακωλύοισθε

(너희는) 붙잡히기를 (바라다)

κατακωλύοιντο

(그들은) 붙잡히기를 (바라다)

명령법단수 κατακωλύου

(너는) 붙잡혀라

κατακωλυέσθω

(그는) 붙잡혀라

쌍수 κατακωλύεσθον

(너희 둘은) 붙잡혀라

κατακωλυέσθων

(그 둘은) 붙잡혀라

복수 κατακωλύεσθε

(너희는) 붙잡혀라

κατακωλυέσθων, κατακωλυέσθωσαν

(그들은) 붙잡혀라

부정사 κατακωλύεσθαι

붙잡히는 것

분사 남성여성중성
κατακωλυομενος

κατακωλυομενου

κατακωλυομενη

κατακωλυομενης

κατακωλυομενον

κατακωλυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακωλύσω

(나는) 붙잡겠다

κατακωλύσεις

(너는) 붙잡겠다

κατακωλύσει

(그는) 붙잡겠다

쌍수 κατακωλύσετον

(너희 둘은) 붙잡겠다

κατακωλύσετον

(그 둘은) 붙잡겠다

복수 κατακωλύσομεν

(우리는) 붙잡겠다

κατακωλύσετε

(너희는) 붙잡겠다

κατακωλύσουσιν*

(그들은) 붙잡겠다

기원법단수 κατακωλύσοιμι

(나는) 붙잡겠기를 (바라다)

κατακωλύσοις

(너는) 붙잡겠기를 (바라다)

κατακωλύσοι

(그는) 붙잡겠기를 (바라다)

쌍수 κατακωλύσοιτον

(너희 둘은) 붙잡겠기를 (바라다)

κατακωλυσοίτην

(그 둘은) 붙잡겠기를 (바라다)

복수 κατακωλύσοιμεν

(우리는) 붙잡겠기를 (바라다)

κατακωλύσοιτε

(너희는) 붙잡겠기를 (바라다)

κατακωλύσοιεν

(그들은) 붙잡겠기를 (바라다)

부정사 κατακωλύσειν

붙잡을 것

분사 남성여성중성
κατακωλυσων

κατακωλυσοντος

κατακωλυσουσα

κατακωλυσουσης

κατακωλυσον

κατακωλυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακωλύσομαι

(나는) 붙잡히겠다

κατακωλύσει, κατακωλύσῃ

(너는) 붙잡히겠다

κατακωλύσεται

(그는) 붙잡히겠다

쌍수 κατακωλύσεσθον

(너희 둘은) 붙잡히겠다

κατακωλύσεσθον

(그 둘은) 붙잡히겠다

복수 κατακωλυσόμεθα

(우리는) 붙잡히겠다

κατακωλύσεσθε

(너희는) 붙잡히겠다

κατακωλύσονται

(그들은) 붙잡히겠다

기원법단수 κατακωλυσοίμην

(나는) 붙잡히겠기를 (바라다)

κατακωλύσοιο

(너는) 붙잡히겠기를 (바라다)

κατακωλύσοιτο

(그는) 붙잡히겠기를 (바라다)

쌍수 κατακωλύσοισθον

(너희 둘은) 붙잡히겠기를 (바라다)

κατακωλυσοίσθην

(그 둘은) 붙잡히겠기를 (바라다)

복수 κατακωλυσοίμεθα

(우리는) 붙잡히겠기를 (바라다)

κατακωλύσοισθε

(너희는) 붙잡히겠기를 (바라다)

κατακωλύσοιντο

(그들은) 붙잡히겠기를 (바라다)

부정사 κατακωλύσεσθαι

붙잡힐 것

분사 남성여성중성
κατακωλυσομενος

κατακωλυσομενου

κατακωλυσομενη

κατακωλυσομενης

κατακωλυσομενον

κατακωλυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκώλυον

(나는) 붙잡고 있었다

κατεκώλυες

(너는) 붙잡고 있었다

κατεκώλυεν*

(그는) 붙잡고 있었다

쌍수 κατεκωλύετον

(너희 둘은) 붙잡고 있었다

κατεκωλυέτην

(그 둘은) 붙잡고 있었다

복수 κατεκωλύομεν

(우리는) 붙잡고 있었다

κατεκωλύετε

(너희는) 붙잡고 있었다

κατεκώλυον

(그들은) 붙잡고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκωλυόμην

(나는) 붙잡히고 있었다

κατεκωλύου

(너는) 붙잡히고 있었다

κατεκωλύετο

(그는) 붙잡히고 있었다

쌍수 κατεκωλύεσθον

(너희 둘은) 붙잡히고 있었다

κατεκωλυέσθην

(그 둘은) 붙잡히고 있었다

복수 κατεκωλυόμεθα

(우리는) 붙잡히고 있었다

κατεκωλύεσθε

(너희는) 붙잡히고 있었다

κατεκωλύοντο

(그들은) 붙잡히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ γάρ, ἔφην ἐγώ, μή σε κατακωλύω, ὦ Ἰσχόμαχε, ἀπιέναι ἤδη βουλόμενον. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 12 2:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 12 2:1)

유의어

  1. 붙잡다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION