헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακοντίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακοντίζω κατακοντιῶ

형태분석: κατ (접두사) + ἀκοντίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to shoot down

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακοντίζω

κατακοντίζεις

κατακοντίζει

쌍수 κατακοντίζετον

κατακοντίζετον

복수 κατακοντίζομεν

κατακοντίζετε

κατακοντίζουσιν*

접속법단수 κατακοντίζω

κατακοντίζῃς

κατακοντίζῃ

쌍수 κατακοντίζητον

κατακοντίζητον

복수 κατακοντίζωμεν

κατακοντίζητε

κατακοντίζωσιν*

기원법단수 κατακοντίζοιμι

κατακοντίζοις

κατακοντίζοι

쌍수 κατακοντίζοιτον

κατακοντιζοίτην

복수 κατακοντίζοιμεν

κατακοντίζοιτε

κατακοντίζοιεν

명령법단수 κατακόντιζε

κατακοντιζέτω

쌍수 κατακοντίζετον

κατακοντιζέτων

복수 κατακοντίζετε

κατακοντιζόντων, κατακοντιζέτωσαν

부정사 κατακοντίζειν

분사 남성여성중성
κατακοντιζων

κατακοντιζοντος

κατακοντιζουσα

κατακοντιζουσης

κατακοντιζον

κατακοντιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακοντίζομαι

κατακοντίζει, κατακοντίζῃ

κατακοντίζεται

쌍수 κατακοντίζεσθον

κατακοντίζεσθον

복수 κατακοντιζόμεθα

κατακοντίζεσθε

κατακοντίζονται

접속법단수 κατακοντίζωμαι

κατακοντίζῃ

κατακοντίζηται

쌍수 κατακοντίζησθον

κατακοντίζησθον

복수 κατακοντιζώμεθα

κατακοντίζησθε

κατακοντίζωνται

기원법단수 κατακοντιζοίμην

κατακοντίζοιο

κατακοντίζοιτο

쌍수 κατακοντίζοισθον

κατακοντιζοίσθην

복수 κατακοντιζοίμεθα

κατακοντίζοισθε

κατακοντίζοιντο

명령법단수 κατακοντίζου

κατακοντιζέσθω

쌍수 κατακοντίζεσθον

κατακοντιζέσθων

복수 κατακοντίζεσθε

κατακοντιζέσθων, κατακοντιζέσθωσαν

부정사 κατακοντίζεσθαι

분사 남성여성중성
κατακοντιζομενος

κατακοντιζομενου

κατακοντιζομενη

κατακοντιζομενης

κατακοντιζομενον

κατακοντιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακοντίω

κατακοντίεις

κατακοντίει

쌍수 κατακοντίειτον

κατακοντίειτον

복수 κατακοντίουμεν

κατακοντίειτε

κατακοντίουσιν*

기원법단수 κατακοντίοιμι

κατακοντίοις

κατακοντίοι

쌍수 κατακοντίοιτον

κατακοντιοίτην

복수 κατακοντίοιμεν

κατακοντίοιτε

κατακοντίοιεν

부정사 κατακοντίειν

분사 남성여성중성
κατακοντιων

κατακοντιουντος

κατακοντιουσα

κατακοντιουσης

κατακοντιουν

κατακοντιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακοντίουμαι

κατακοντίει, κατακοντίῃ

κατακοντίειται

쌍수 κατακοντίεισθον

κατακοντίεισθον

복수 κατακοντιοῦμεθα

κατακοντίεισθε

κατακοντίουνται

기원법단수 κατακοντιοίμην

κατακοντίοιο

κατακοντίοιτο

쌍수 κατακοντίοισθον

κατακοντιοίσθην

복수 κατακοντιοίμεθα

κατακοντίοισθε

κατακοντίοιντο

부정사 κατακοντίεισθαι

분사 남성여성중성
κατακοντιουμενος

κατακοντιουμενου

κατακοντιουμενη

κατακοντιουμενης

κατακοντιουμενον

κατακοντιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὁπότε ἀφίκοιτό τισ μνώμενοσ τοῦ Οἰνομάου τὴν θυγατέρα, ὁ μὲν ἠπείγετο ὁ Μυρτίλοσ σὺν τέχνῃ τοῦ Οἰνομάου τὰσ ἵππουσ, ὁ δὲ ἐν τῷ δρόμῳ τὸν μνηστῆρα, ὁπότε ἐγγὺσ γένοιτο, κατηκόντιζεν. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 14 16:5)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 14 16:5)

유의어

  1. to shoot down

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION