헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακλείω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακλείω κληί̈σω κατακέκλειμαι

형태분석: κατα (접두사) + κλεί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가두다, 닫다, 발굴하다, 파내다, 제한하다, 가져가다, 꺼내다, 갑자기 나타나다, 튀어나오다
  2. 강요하다, 가두다, 받을 자격이 있다, 닫다, 제한하다
  3. 닫다, 가두다, 폐쇄하다
  1. to shut in, inclose, to drive them into, and shut, up, to shut oneself up, to shut up, with oneself
  2. to shut up, to compel, oblige, to be reduced
  3. to shut up, close

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακλείω

(나는) 가둔다

κατακλείεις

(너는) 가둔다

κατακλείει

(그는) 가둔다

쌍수 κατακλείετον

(너희 둘은) 가둔다

κατακλείετον

(그 둘은) 가둔다

복수 κατακλείομεν

(우리는) 가둔다

κατακλείετε

(너희는) 가둔다

κατακλείουσιν*

(그들은) 가둔다

접속법단수 κατακλείω

(나는) 가두자

κατακλείῃς

(너는) 가두자

κατακλείῃ

(그는) 가두자

쌍수 κατακλείητον

(너희 둘은) 가두자

κατακλείητον

(그 둘은) 가두자

복수 κατακλείωμεν

(우리는) 가두자

κατακλείητε

(너희는) 가두자

κατακλείωσιν*

(그들은) 가두자

기원법단수 κατακλείοιμι

(나는) 가두기를 (바라다)

κατακλείοις

(너는) 가두기를 (바라다)

κατακλείοι

(그는) 가두기를 (바라다)

쌍수 κατακλείοιτον

(너희 둘은) 가두기를 (바라다)

κατακλειοίτην

(그 둘은) 가두기를 (바라다)

복수 κατακλείοιμεν

(우리는) 가두기를 (바라다)

κατακλείοιτε

(너희는) 가두기를 (바라다)

κατακλείοιεν

(그들은) 가두기를 (바라다)

명령법단수 κατακλείε

(너는) 가두어라

κατακλειέτω

(그는) 가두어라

쌍수 κατακλείετον

(너희 둘은) 가두어라

κατακλειέτων

(그 둘은) 가두어라

복수 κατακλείετε

(너희는) 가두어라

κατακλειόντων, κατακλειέτωσαν

(그들은) 가두어라

부정사 κατακλείειν

가두는 것

분사 남성여성중성
κατακλειων

κατακλειοντος

κατακλειουσα

κατακλειουσης

κατακλειον

κατακλειοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακλείομαι

(나는) 가두어진다

κατακλείει, κατακλείῃ

(너는) 가두어진다

κατακλείεται

(그는) 가두어진다

쌍수 κατακλείεσθον

(너희 둘은) 가두어진다

κατακλείεσθον

(그 둘은) 가두어진다

복수 κατακλειόμεθα

(우리는) 가두어진다

κατακλείεσθε

(너희는) 가두어진다

κατακλείονται

(그들은) 가두어진다

접속법단수 κατακλείωμαι

(나는) 가두어지자

κατακλείῃ

(너는) 가두어지자

κατακλείηται

(그는) 가두어지자

쌍수 κατακλείησθον

(너희 둘은) 가두어지자

κατακλείησθον

(그 둘은) 가두어지자

복수 κατακλειώμεθα

(우리는) 가두어지자

κατακλείησθε

(너희는) 가두어지자

κατακλείωνται

(그들은) 가두어지자

기원법단수 κατακλειοίμην

(나는) 가두어지기를 (바라다)

κατακλείοιο

(너는) 가두어지기를 (바라다)

κατακλείοιτο

(그는) 가두어지기를 (바라다)

쌍수 κατακλείοισθον

(너희 둘은) 가두어지기를 (바라다)

κατακλειοίσθην

(그 둘은) 가두어지기를 (바라다)

복수 κατακλειοίμεθα

(우리는) 가두어지기를 (바라다)

κατακλείοισθε

(너희는) 가두어지기를 (바라다)

κατακλείοιντο

(그들은) 가두어지기를 (바라다)

명령법단수 κατακλείου

(너는) 가두어져라

κατακλειέσθω

(그는) 가두어져라

쌍수 κατακλείεσθον

(너희 둘은) 가두어져라

κατακλειέσθων

(그 둘은) 가두어져라

복수 κατακλείεσθε

(너희는) 가두어져라

κατακλειέσθων, κατακλειέσθωσαν

(그들은) 가두어져라

부정사 κατακλείεσθαι

가두어지는 것

분사 남성여성중성
κατακλειομενος

κατακλειομενου

κατακλειομενη

κατακλειομενης

κατακλειομενον

κατακλειομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέκλειον

(나는) 가두고 있었다

κατέκλειες

(너는) 가두고 있었다

κατέκλειεν*

(그는) 가두고 있었다

쌍수 κατεκλείετον

(너희 둘은) 가두고 있었다

κατεκλειέτην

(그 둘은) 가두고 있었다

복수 κατεκλείομεν

(우리는) 가두고 있었다

κατεκλείετε

(너희는) 가두고 있었다

κατέκλειον

(그들은) 가두고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκλειόμην

(나는) 가두어지고 있었다

κατεκλείου

(너는) 가두어지고 있었다

κατεκλείετο

(그는) 가두어지고 있었다

쌍수 κατεκλείεσθον

(너희 둘은) 가두어지고 있었다

κατεκλειέσθην

(그 둘은) 가두어지고 있었다

복수 κατεκλειόμεθα

(우리는) 가두어지고 있었다

κατεκλείεσθε

(너희는) 가두어지고 있었다

κατεκλείοντο

(그들은) 가두어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὔτε γὰρ σῖτον εἶχεν ἐκ παρασκευῆσ ἱκανόν, οὔτε βιάσασθαι τὴν πάροδον, καθημένου τοῦ Κλεομένουσ, ἦν ῥᾴδιον ἐπιχειρήσασ δὲ παραδύεσθαι διὰ τοῦ Λεχαίου νυκτόσ ἐξέπεσε καί τινασ ἀπέβαλε τῶν στρατιωτῶν, ὥστε παντάπασι θαρρῆσαι τὸν Κλεομένη καί τοὺσ περὶ αὐτὸν ἐπηρμένουσ τῇ νίκῃ τραπέσθαι πρὸσ τὸ δεῖπνον, ἀθυμεῖν δὲ τὸν Ἀντίγονον εἰσ οὐκ εὐπόρουσ κατακλειόμενον ὑπὸ τῆσ ἀνάγκησ λογισμούσ, ἐβουλεύετο γὰρ ἐπὶ τὴν ἄκραν ἀναζευγνύναι τὸ Ἡραῖον κἀκεῖθεν εἰσ Σικυῶνα πλοίοισ περαιῶσαι τὴν δύναμιν ὃ καί χρόνου πολλοῦ καί παρασκευῆσ ̣ (Plutarch, Cleomenes, chapter 20 2:1)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 20 2:1)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ κομίσαντεσ αὐτὸν εἰσ τὸν καλούμενον Θησαυρόν, οἴκημα κατάγειον οὔτε πνεῦμα λαμβάνον οὔτε φῶσ ἔξωθεν οὔτε θύρασ ἔχον, ἀλλὰ μεγάλῳ λίθῳ περιαγομένῳ κατακλειόμενον, ἐνταῦθα κατέθεντο, καὶ τὸν λίθον ἐπιρράξαντεσ ἄνδρασ ἐνόπλουσ κύκλῳ περιέστησαν. (Plutarch, Philopoemen, chapter 19 3:1)

    (플루타르코스, Philopoemen, chapter 19 3:1)

  • κἀκεῖνοσ ὡσ ἔγνω κατακλειόμενον αὑτὸν εἰσ δυσχωρίασ, ἔνθα οὐκ ἦν δυνατὸν ἀνὰ κράτοσ ἐλάσαι τὸν ἵππον, καθάλλεταί τε καὶ στὰσ ἐπὶ τὸν ὄχθον, ἵνα μὴ κυκλωθείη πρὸσ αὐτῶν, τὸν ὑπασπιστὴν μόνον ἔχων τοὺσ ἐπιόντασ ὑπέμεινεν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 26 5:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 26 5:1)

유의어

  1. 닫다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION