헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακαλύπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακαλύπτω κατακαλύψω

형태분석: κατα (접두사) + καλύπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가리다, 은폐하다, 은닉하다, 숨기다
  1. to cover up, having covered his, having veiled oneself

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακαλύπτω

(나는) 가린다

κατακαλύπτεις

(너는) 가린다

κατακαλύπτει

(그는) 가린다

쌍수 κατακαλύπτετον

(너희 둘은) 가린다

κατακαλύπτετον

(그 둘은) 가린다

복수 κατακαλύπτομεν

(우리는) 가린다

κατακαλύπτετε

(너희는) 가린다

κατακαλύπτουσιν*

(그들은) 가린다

접속법단수 κατακαλύπτω

(나는) 가리자

κατακαλύπτῃς

(너는) 가리자

κατακαλύπτῃ

(그는) 가리자

쌍수 κατακαλύπτητον

(너희 둘은) 가리자

κατακαλύπτητον

(그 둘은) 가리자

복수 κατακαλύπτωμεν

(우리는) 가리자

κατακαλύπτητε

(너희는) 가리자

κατακαλύπτωσιν*

(그들은) 가리자

기원법단수 κατακαλύπτοιμι

(나는) 가리기를 (바라다)

κατακαλύπτοις

(너는) 가리기를 (바라다)

κατακαλύπτοι

(그는) 가리기를 (바라다)

쌍수 κατακαλύπτοιτον

(너희 둘은) 가리기를 (바라다)

κατακαλυπτοίτην

(그 둘은) 가리기를 (바라다)

복수 κατακαλύπτοιμεν

(우리는) 가리기를 (바라다)

κατακαλύπτοιτε

(너희는) 가리기를 (바라다)

κατακαλύπτοιεν

(그들은) 가리기를 (바라다)

명령법단수 κατακάλυπτε

(너는) 가려라

κατακαλυπτέτω

(그는) 가려라

쌍수 κατακαλύπτετον

(너희 둘은) 가려라

κατακαλυπτέτων

(그 둘은) 가려라

복수 κατακαλύπτετε

(너희는) 가려라

κατακαλυπτόντων, κατακαλυπτέτωσαν

(그들은) 가려라

부정사 κατακαλύπτειν

가리는 것

분사 남성여성중성
κατακαλυπτων

κατακαλυπτοντος

κατακαλυπτουσα

κατακαλυπτουσης

κατακαλυπτον

κατακαλυπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακαλύπτομαι

(나는) 가려진다

κατακαλύπτει, κατακαλύπτῃ

(너는) 가려진다

κατακαλύπτεται

(그는) 가려진다

쌍수 κατακαλύπτεσθον

(너희 둘은) 가려진다

κατακαλύπτεσθον

(그 둘은) 가려진다

복수 κατακαλυπτόμεθα

(우리는) 가려진다

κατακαλύπτεσθε

(너희는) 가려진다

κατακαλύπτονται

(그들은) 가려진다

접속법단수 κατακαλύπτωμαι

(나는) 가려지자

κατακαλύπτῃ

(너는) 가려지자

κατακαλύπτηται

(그는) 가려지자

쌍수 κατακαλύπτησθον

(너희 둘은) 가려지자

κατακαλύπτησθον

(그 둘은) 가려지자

복수 κατακαλυπτώμεθα

(우리는) 가려지자

κατακαλύπτησθε

(너희는) 가려지자

κατακαλύπτωνται

(그들은) 가려지자

기원법단수 κατακαλυπτοίμην

(나는) 가려지기를 (바라다)

κατακαλύπτοιο

(너는) 가려지기를 (바라다)

κατακαλύπτοιτο

(그는) 가려지기를 (바라다)

쌍수 κατακαλύπτοισθον

(너희 둘은) 가려지기를 (바라다)

κατακαλυπτοίσθην

(그 둘은) 가려지기를 (바라다)

복수 κατακαλυπτοίμεθα

(우리는) 가려지기를 (바라다)

κατακαλύπτοισθε

(너희는) 가려지기를 (바라다)

κατακαλύπτοιντο

(그들은) 가려지기를 (바라다)

명령법단수 κατακαλύπτου

(너는) 가려져라

κατακαλυπτέσθω

(그는) 가려져라

쌍수 κατακαλύπτεσθον

(너희 둘은) 가려져라

κατακαλυπτέσθων

(그 둘은) 가려져라

복수 κατακαλύπτεσθε

(너희는) 가려져라

κατακαλυπτέσθων, κατακαλυπτέσθωσαν

(그들은) 가려져라

부정사 κατακαλύπτεσθαι

가려지는 것

분사 남성여성중성
κατακαλυπτομενος

κατακαλυπτομενου

κατακαλυπτομενη

κατακαλυπτομενης

κατακαλυπτομενον

κατακαλυπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακαλύψω

(나는) 가리겠다

κατακαλύψεις

(너는) 가리겠다

κατακαλύψει

(그는) 가리겠다

쌍수 κατακαλύψετον

(너희 둘은) 가리겠다

κατακαλύψετον

(그 둘은) 가리겠다

복수 κατακαλύψομεν

(우리는) 가리겠다

κατακαλύψετε

(너희는) 가리겠다

κατακαλύψουσιν*

(그들은) 가리겠다

기원법단수 κατακαλύψοιμι

(나는) 가리겠기를 (바라다)

κατακαλύψοις

(너는) 가리겠기를 (바라다)

κατακαλύψοι

(그는) 가리겠기를 (바라다)

쌍수 κατακαλύψοιτον

(너희 둘은) 가리겠기를 (바라다)

κατακαλυψοίτην

(그 둘은) 가리겠기를 (바라다)

복수 κατακαλύψοιμεν

(우리는) 가리겠기를 (바라다)

κατακαλύψοιτε

(너희는) 가리겠기를 (바라다)

κατακαλύψοιεν

(그들은) 가리겠기를 (바라다)

부정사 κατακαλύψειν

가릴 것

분사 남성여성중성
κατακαλυψων

κατακαλυψοντος

κατακαλυψουσα

κατακαλυψουσης

κατακαλυψον

κατακαλυψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακαλύψομαι

(나는) 가려지겠다

κατακαλύψει, κατακαλύψῃ

(너는) 가려지겠다

κατακαλύψεται

(그는) 가려지겠다

쌍수 κατακαλύψεσθον

(너희 둘은) 가려지겠다

κατακαλύψεσθον

(그 둘은) 가려지겠다

복수 κατακαλυψόμεθα

(우리는) 가려지겠다

κατακαλύψεσθε

(너희는) 가려지겠다

κατακαλύψονται

(그들은) 가려지겠다

기원법단수 κατακαλυψοίμην

(나는) 가려지겠기를 (바라다)

κατακαλύψοιο

(너는) 가려지겠기를 (바라다)

κατακαλύψοιτο

(그는) 가려지겠기를 (바라다)

쌍수 κατακαλύψοισθον

(너희 둘은) 가려지겠기를 (바라다)

κατακαλυψοίσθην

(그 둘은) 가려지겠기를 (바라다)

복수 κατακαλυψοίμεθα

(우리는) 가려지겠기를 (바라다)

κατακαλύψοισθε

(너희는) 가려지겠기를 (바라다)

κατακαλύψοιντο

(그들은) 가려지겠기를 (바라다)

부정사 κατακαλύψεσθαι

가려질 것

분사 남성여성중성
κατακαλυψομενος

κατακαλυψομενου

κατακαλυψομενη

κατακαλυψομενης

κατακαλυψομενον

κατακαλυψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκάλυπτον

(나는) 가리고 있었다

κατεκάλυπτες

(너는) 가리고 있었다

κατεκάλυπτεν*

(그는) 가리고 있었다

쌍수 κατεκαλύπτετον

(너희 둘은) 가리고 있었다

κατεκαλυπτέτην

(그 둘은) 가리고 있었다

복수 κατεκαλύπτομεν

(우리는) 가리고 있었다

κατεκαλύπτετε

(너희는) 가리고 있었다

κατεκάλυπτον

(그들은) 가리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκαλυπτόμην

(나는) 가려지고 있었다

κατεκαλύπτου

(너는) 가려지고 있었다

κατεκαλύπτετο

(그는) 가려지고 있었다

쌍수 κατεκαλύπτεσθον

(너희 둘은) 가려지고 있었다

κατεκαλυπτέσθην

(그 둘은) 가려지고 있었다

복수 κατεκαλυπτόμεθα

(우리는) 가려지고 있었다

κατεκαλύπτεσθε

(너희는) 가려지고 있었다

κατεκαλύπτοντο

(그들은) 가려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ γὰρ οὐ κατακαλύπτεται γυνή, καὶ κειράσθω· (PROS KORINQIOUS A, chapter 8 87:1)

    (PROS KORINQIOUS A, chapter 8 87:1)

유의어

  1. 가리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION