헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφιλέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφιλέω καταφιλήσω

형태분석: κατα (접두사) + φιλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 달래다, 어루만지다, 문지르다
  1. to kiss tenderly, to caress

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφιλῶ

(나는) 달랜다

καταφιλεῖς

(너는) 달랜다

καταφιλεῖ

(그는) 달랜다

쌍수 καταφιλεῖτον

(너희 둘은) 달랜다

καταφιλεῖτον

(그 둘은) 달랜다

복수 καταφιλοῦμεν

(우리는) 달랜다

καταφιλεῖτε

(너희는) 달랜다

καταφιλοῦσιν*

(그들은) 달랜다

접속법단수 καταφιλῶ

(나는) 달래자

καταφιλῇς

(너는) 달래자

καταφιλῇ

(그는) 달래자

쌍수 καταφιλῆτον

(너희 둘은) 달래자

καταφιλῆτον

(그 둘은) 달래자

복수 καταφιλῶμεν

(우리는) 달래자

καταφιλῆτε

(너희는) 달래자

καταφιλῶσιν*

(그들은) 달래자

기원법단수 καταφιλοῖμι

(나는) 달래기를 (바라다)

καταφιλοῖς

(너는) 달래기를 (바라다)

καταφιλοῖ

(그는) 달래기를 (바라다)

쌍수 καταφιλοῖτον

(너희 둘은) 달래기를 (바라다)

καταφιλοίτην

(그 둘은) 달래기를 (바라다)

복수 καταφιλοῖμεν

(우리는) 달래기를 (바라다)

καταφιλοῖτε

(너희는) 달래기를 (바라다)

καταφιλοῖεν

(그들은) 달래기를 (바라다)

명령법단수 καταφίλει

(너는) 달래어라

καταφιλείτω

(그는) 달래어라

쌍수 καταφιλεῖτον

(너희 둘은) 달래어라

καταφιλείτων

(그 둘은) 달래어라

복수 καταφιλεῖτε

(너희는) 달래어라

καταφιλούντων, καταφιλείτωσαν

(그들은) 달래어라

부정사 καταφιλεῖν

달래는 것

분사 남성여성중성
καταφιλων

καταφιλουντος

καταφιλουσα

καταφιλουσης

καταφιλουν

καταφιλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφιλοῦμαι

(나는) 달래여진다

καταφιλεῖ, καταφιλῇ

(너는) 달래여진다

καταφιλεῖται

(그는) 달래여진다

쌍수 καταφιλεῖσθον

(너희 둘은) 달래여진다

καταφιλεῖσθον

(그 둘은) 달래여진다

복수 καταφιλούμεθα

(우리는) 달래여진다

καταφιλεῖσθε

(너희는) 달래여진다

καταφιλοῦνται

(그들은) 달래여진다

접속법단수 καταφιλῶμαι

(나는) 달래여지자

καταφιλῇ

(너는) 달래여지자

καταφιλῆται

(그는) 달래여지자

쌍수 καταφιλῆσθον

(너희 둘은) 달래여지자

καταφιλῆσθον

(그 둘은) 달래여지자

복수 καταφιλώμεθα

(우리는) 달래여지자

καταφιλῆσθε

(너희는) 달래여지자

καταφιλῶνται

(그들은) 달래여지자

기원법단수 καταφιλοίμην

(나는) 달래여지기를 (바라다)

καταφιλοῖο

(너는) 달래여지기를 (바라다)

καταφιλοῖτο

(그는) 달래여지기를 (바라다)

쌍수 καταφιλοῖσθον

(너희 둘은) 달래여지기를 (바라다)

καταφιλοίσθην

(그 둘은) 달래여지기를 (바라다)

복수 καταφιλοίμεθα

(우리는) 달래여지기를 (바라다)

καταφιλοῖσθε

(너희는) 달래여지기를 (바라다)

καταφιλοῖντο

(그들은) 달래여지기를 (바라다)

명령법단수 καταφιλοῦ

(너는) 달래여져라

καταφιλείσθω

(그는) 달래여져라

쌍수 καταφιλεῖσθον

(너희 둘은) 달래여져라

καταφιλείσθων

(그 둘은) 달래여져라

복수 καταφιλεῖσθε

(너희는) 달래여져라

καταφιλείσθων, καταφιλείσθωσαν

(그들은) 달래여져라

부정사 καταφιλεῖσθαι

달래여지는 것

분사 남성여성중성
καταφιλουμενος

καταφιλουμενου

καταφιλουμενη

καταφιλουμενης

καταφιλουμενον

καταφιλουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφιλήσω

(나는) 달래겠다

καταφιλήσεις

(너는) 달래겠다

καταφιλήσει

(그는) 달래겠다

쌍수 καταφιλήσετον

(너희 둘은) 달래겠다

καταφιλήσετον

(그 둘은) 달래겠다

복수 καταφιλήσομεν

(우리는) 달래겠다

καταφιλήσετε

(너희는) 달래겠다

καταφιλήσουσιν*

(그들은) 달래겠다

기원법단수 καταφιλήσοιμι

(나는) 달래겠기를 (바라다)

καταφιλήσοις

(너는) 달래겠기를 (바라다)

καταφιλήσοι

(그는) 달래겠기를 (바라다)

쌍수 καταφιλήσοιτον

(너희 둘은) 달래겠기를 (바라다)

καταφιλησοίτην

(그 둘은) 달래겠기를 (바라다)

복수 καταφιλήσοιμεν

(우리는) 달래겠기를 (바라다)

καταφιλήσοιτε

(너희는) 달래겠기를 (바라다)

καταφιλήσοιεν

(그들은) 달래겠기를 (바라다)

부정사 καταφιλήσειν

달랠 것

분사 남성여성중성
καταφιλησων

καταφιλησοντος

καταφιλησουσα

καταφιλησουσης

καταφιλησον

καταφιλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφιλήσομαι

(나는) 달래여지겠다

καταφιλήσει, καταφιλήσῃ

(너는) 달래여지겠다

καταφιλήσεται

(그는) 달래여지겠다

쌍수 καταφιλήσεσθον

(너희 둘은) 달래여지겠다

καταφιλήσεσθον

(그 둘은) 달래여지겠다

복수 καταφιλησόμεθα

(우리는) 달래여지겠다

καταφιλήσεσθε

(너희는) 달래여지겠다

καταφιλήσονται

(그들은) 달래여지겠다

기원법단수 καταφιλησοίμην

(나는) 달래여지겠기를 (바라다)

καταφιλήσοιο

(너는) 달래여지겠기를 (바라다)

καταφιλήσοιτο

(그는) 달래여지겠기를 (바라다)

쌍수 καταφιλήσοισθον

(너희 둘은) 달래여지겠기를 (바라다)

καταφιλησοίσθην

(그 둘은) 달래여지겠기를 (바라다)

복수 καταφιλησοίμεθα

(우리는) 달래여지겠기를 (바라다)

καταφιλήσοισθε

(너희는) 달래여지겠기를 (바라다)

καταφιλήσοιντο

(그들은) 달래여지겠기를 (바라다)

부정사 καταφιλήσεσθαι

달래여질 것

분사 남성여성중성
καταφιλησομενος

καταφιλησομενου

καταφιλησομενη

καταφιλησομενης

καταφιλησομενον

καταφιλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφίλουν

(나는) 달래고 있었다

κατεφίλεις

(너는) 달래고 있었다

κατεφίλειν*

(그는) 달래고 있었다

쌍수 κατεφιλεῖτον

(너희 둘은) 달래고 있었다

κατεφιλείτην

(그 둘은) 달래고 있었다

복수 κατεφιλοῦμεν

(우리는) 달래고 있었다

κατεφιλεῖτε

(너희는) 달래고 있었다

κατεφίλουν

(그들은) 달래고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφιλούμην

(나는) 달래여지고 있었다

κατεφιλοῦ

(너는) 달래여지고 있었다

κατεφιλεῖτο

(그는) 달래여지고 있었다

쌍수 κατεφιλεῖσθον

(너희 둘은) 달래여지고 있었다

κατεφιλείσθην

(그 둘은) 달래여지고 있었다

복수 κατεφιλούμεθα

(우리는) 달래여지고 있었다

κατεφιλεῖσθε

(너희는) 달래여지고 있었다

κατεφιλοῦντο

(그들은) 달래여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ κατέλιπεν Ἑλισαιὲ τὰσ βόασ καὶ κατέδραμεν ὀπίσω Ἠλιοὺ καὶ εἶπε. καταφιλήσω τὸν πατέρα μου καὶ ἀκολουθήσω ὀπίσω σου. καὶ εἶπεν Ἠλιού. ἀνάστρεφε, ὅτι πεποίηκά σοι. (Septuagint, Liber I Regum 19:20)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 19:20)

  • πάλιν ἂν περὶ ὀρέξεωσ [μὴ] ἀγωνιᾷ, μὴ ἀτελὴσ γένηται καὶ ἀποτευκτική, περὶ ἐκκλίσεωσ, μὴ περιπτωτική, πρῶτον μὲν αὐτὸν καταφιλήσω, ὅτι ἀφεὶσ περὶ ἃ οἱ ἄλλοι ἐπτόηνται καὶ τοὺσ ἐκείνων φόβουσ περὶ τῶν ἰδίων ἔργων πεφρόντικεν, ὅπου αὐτόσ ἐστιν· (Epictetus, Works, book 4, 4:2)

    (에픽테토스, Works, book 4, 4:2)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION