헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταβρέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταβρέχω καταβρέξω

형태분석: κατα (접두사) + βρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흠뻑 적시다, 적시다, 완전히 젖다
  1. to wet through, drench

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβρέχω

(나는) 흠뻑 적신다

καταβρέχεις

(너는) 흠뻑 적신다

καταβρέχει

(그는) 흠뻑 적신다

쌍수 καταβρέχετον

(너희 둘은) 흠뻑 적신다

καταβρέχετον

(그 둘은) 흠뻑 적신다

복수 καταβρέχομεν

(우리는) 흠뻑 적신다

καταβρέχετε

(너희는) 흠뻑 적신다

καταβρέχουσιν*

(그들은) 흠뻑 적신다

접속법단수 καταβρέχω

(나는) 흠뻑 적시자

καταβρέχῃς

(너는) 흠뻑 적시자

καταβρέχῃ

(그는) 흠뻑 적시자

쌍수 καταβρέχητον

(너희 둘은) 흠뻑 적시자

καταβρέχητον

(그 둘은) 흠뻑 적시자

복수 καταβρέχωμεν

(우리는) 흠뻑 적시자

καταβρέχητε

(너희는) 흠뻑 적시자

καταβρέχωσιν*

(그들은) 흠뻑 적시자

기원법단수 καταβρέχοιμι

(나는) 흠뻑 적시기를 (바라다)

καταβρέχοις

(너는) 흠뻑 적시기를 (바라다)

καταβρέχοι

(그는) 흠뻑 적시기를 (바라다)

쌍수 καταβρέχοιτον

(너희 둘은) 흠뻑 적시기를 (바라다)

καταβρεχοίτην

(그 둘은) 흠뻑 적시기를 (바라다)

복수 καταβρέχοιμεν

(우리는) 흠뻑 적시기를 (바라다)

καταβρέχοιτε

(너희는) 흠뻑 적시기를 (바라다)

καταβρέχοιεν

(그들은) 흠뻑 적시기를 (바라다)

명령법단수 καταβρέχε

(너는) 흠뻑 적셔라

καταβρεχέτω

(그는) 흠뻑 적셔라

쌍수 καταβρέχετον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔라

καταβρεχέτων

(그 둘은) 흠뻑 적셔라

복수 καταβρέχετε

(너희는) 흠뻑 적셔라

καταβρεχόντων, καταβρεχέτωσαν

(그들은) 흠뻑 적셔라

부정사 καταβρέχειν

흠뻑 적시는 것

분사 남성여성중성
καταβρεχων

καταβρεχοντος

καταβρεχουσα

καταβρεχουσης

καταβρεχον

καταβρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβρέχομαι

(나는) 흠뻑 적셔진다

καταβρέχει, καταβρέχῃ

(너는) 흠뻑 적셔진다

καταβρέχεται

(그는) 흠뻑 적셔진다

쌍수 καταβρέχεσθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔진다

καταβρέχεσθον

(그 둘은) 흠뻑 적셔진다

복수 καταβρεχόμεθα

(우리는) 흠뻑 적셔진다

καταβρέχεσθε

(너희는) 흠뻑 적셔진다

καταβρέχονται

(그들은) 흠뻑 적셔진다

접속법단수 καταβρέχωμαι

(나는) 흠뻑 적셔지자

καταβρέχῃ

(너는) 흠뻑 적셔지자

καταβρέχηται

(그는) 흠뻑 적셔지자

쌍수 καταβρέχησθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔지자

καταβρέχησθον

(그 둘은) 흠뻑 적셔지자

복수 καταβρεχώμεθα

(우리는) 흠뻑 적셔지자

καταβρέχησθε

(너희는) 흠뻑 적셔지자

καταβρέχωνται

(그들은) 흠뻑 적셔지자

기원법단수 καταβρεχοίμην

(나는) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

καταβρέχοιο

(너는) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

καταβρέχοιτο

(그는) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

쌍수 καταβρέχοισθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

καταβρεχοίσθην

(그 둘은) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

복수 καταβρεχοίμεθα

(우리는) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

καταβρέχοισθε

(너희는) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

καταβρέχοιντο

(그들은) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

명령법단수 καταβρέχου

(너는) 흠뻑 적셔져라

καταβρεχέσθω

(그는) 흠뻑 적셔져라

쌍수 καταβρέχεσθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔져라

καταβρεχέσθων

(그 둘은) 흠뻑 적셔져라

복수 καταβρέχεσθε

(너희는) 흠뻑 적셔져라

καταβρεχέσθων, καταβρεχέσθωσαν

(그들은) 흠뻑 적셔져라

부정사 καταβρέχεσθαι

흠뻑 적셔지는 것

분사 남성여성중성
καταβρεχομενος

καταβρεχομενου

καταβρεχομενη

καταβρεχομενης

καταβρεχομενον

καταβρεχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβρέξω

(나는) 흠뻑 적시겠다

καταβρέξεις

(너는) 흠뻑 적시겠다

καταβρέξει

(그는) 흠뻑 적시겠다

쌍수 καταβρέξετον

(너희 둘은) 흠뻑 적시겠다

καταβρέξετον

(그 둘은) 흠뻑 적시겠다

복수 καταβρέξομεν

(우리는) 흠뻑 적시겠다

καταβρέξετε

(너희는) 흠뻑 적시겠다

καταβρέξουσιν*

(그들은) 흠뻑 적시겠다

기원법단수 καταβρέξοιμι

(나는) 흠뻑 적시겠기를 (바라다)

καταβρέξοις

(너는) 흠뻑 적시겠기를 (바라다)

καταβρέξοι

(그는) 흠뻑 적시겠기를 (바라다)

쌍수 καταβρέξοιτον

(너희 둘은) 흠뻑 적시겠기를 (바라다)

καταβρεξοίτην

(그 둘은) 흠뻑 적시겠기를 (바라다)

복수 καταβρέξοιμεν

(우리는) 흠뻑 적시겠기를 (바라다)

καταβρέξοιτε

(너희는) 흠뻑 적시겠기를 (바라다)

καταβρέξοιεν

(그들은) 흠뻑 적시겠기를 (바라다)

부정사 καταβρέξειν

흠뻑 적실 것

분사 남성여성중성
καταβρεξων

καταβρεξοντος

καταβρεξουσα

καταβρεξουσης

καταβρεξον

καταβρεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβρέξομαι

(나는) 흠뻑 적셔지겠다

καταβρέξει, καταβρέξῃ

(너는) 흠뻑 적셔지겠다

καταβρέξεται

(그는) 흠뻑 적셔지겠다

쌍수 καταβρέξεσθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔지겠다

καταβρέξεσθον

(그 둘은) 흠뻑 적셔지겠다

복수 καταβρεξόμεθα

(우리는) 흠뻑 적셔지겠다

καταβρέξεσθε

(너희는) 흠뻑 적셔지겠다

καταβρέξονται

(그들은) 흠뻑 적셔지겠다

기원법단수 καταβρεξοίμην

(나는) 흠뻑 적셔지겠기를 (바라다)

καταβρέξοιο

(너는) 흠뻑 적셔지겠기를 (바라다)

καταβρέξοιτο

(그는) 흠뻑 적셔지겠기를 (바라다)

쌍수 καταβρέξοισθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔지겠기를 (바라다)

καταβρεξοίσθην

(그 둘은) 흠뻑 적셔지겠기를 (바라다)

복수 καταβρεξοίμεθα

(우리는) 흠뻑 적셔지겠기를 (바라다)

καταβρέξοισθε

(너희는) 흠뻑 적셔지겠기를 (바라다)

καταβρέξοιντο

(그들은) 흠뻑 적셔지겠기를 (바라다)

부정사 καταβρέξεσθαι

흠뻑 적셔질 것

분사 남성여성중성
καταβρεξομενος

καταβρεξομενου

καταβρεξομενη

καταβρεξομενης

καταβρεξομενον

καταβρεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέβρεχον

(나는) 흠뻑 적시고 있었다

κατέβρεχες

(너는) 흠뻑 적시고 있었다

κατέβρεχεν*

(그는) 흠뻑 적시고 있었다

쌍수 κατεβρέχετον

(너희 둘은) 흠뻑 적시고 있었다

κατεβρεχέτην

(그 둘은) 흠뻑 적시고 있었다

복수 κατεβρέχομεν

(우리는) 흠뻑 적시고 있었다

κατεβρέχετε

(너희는) 흠뻑 적시고 있었다

κατέβρεχον

(그들은) 흠뻑 적시고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεβρεχόμην

(나는) 흠뻑 적셔지고 있었다

κατεβρέχου

(너는) 흠뻑 적셔지고 있었다

κατεβρέχετο

(그는) 흠뻑 적셔지고 있었다

쌍수 κατεβρέχεσθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔지고 있었다

κατεβρεχέσθην

(그 둘은) 흠뻑 적셔지고 있었다

복수 κατεβρεχόμεθα

(우리는) 흠뻑 적셔지고 있었다

κατεβρέχεσθε

(너희는) 흠뻑 적셔지고 있었다

κατεβρέχοντο

(그들은) 흠뻑 적셔지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δὲ καὶ ὕδατι καταβρέχοισ καὶ τούτῳ χαίροιεν, οὐ κακόν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 8 2:4)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 8 2:4)

  • καὶ κομίσαντοσ, ὡσ ξύρεσθαι μέλλων κατέβρεχε τὰ γένεια. (Plutarch, Antony, chapter 1 2:2)

    (플루타르코스, Antony, chapter 1 2:2)

  • ἐμοὶ μέλει μύροισι καταβρέχειν ὑπήνην ἐμοὶ μέλει ῥόδοισι καταστέφειν κάρηνα. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 47 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 47 1:1)

  • οὐ καταβρέχεσθε, ὅταν βρέχῃ; (Epictetus, Works, book 1, 26:6)

    (에픽테토스, Works, book 1, 26:6)

유의어

  1. 흠뻑 적시다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION