헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποβρέχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποβρέχω

형태분석: ὑπο (접두사) + βρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to wet or moisten a little, somewhat drunk

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποβρέχω

ὑποβρέχεις

ὑποβρέχει

쌍수 ὑποβρέχετον

ὑποβρέχετον

복수 ὑποβρέχομεν

ὑποβρέχετε

ὑποβρέχουσιν*

접속법단수 ὑποβρέχω

ὑποβρέχῃς

ὑποβρέχῃ

쌍수 ὑποβρέχητον

ὑποβρέχητον

복수 ὑποβρέχωμεν

ὑποβρέχητε

ὑποβρέχωσιν*

기원법단수 ὑποβρέχοιμι

ὑποβρέχοις

ὑποβρέχοι

쌍수 ὑποβρέχοιτον

ὑποβρεχοίτην

복수 ὑποβρέχοιμεν

ὑποβρέχοιτε

ὑποβρέχοιεν

명령법단수 ὑποβρέχε

ὑποβρεχέτω

쌍수 ὑποβρέχετον

ὑποβρεχέτων

복수 ὑποβρέχετε

ὑποβρεχόντων, ὑποβρεχέτωσαν

부정사 ὑποβρέχειν

분사 남성여성중성
ὑποβρεχων

ὑποβρεχοντος

ὑποβρεχουσα

ὑποβρεχουσης

ὑποβρεχον

ὑποβρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποβρέχομαι

ὑποβρέχει, ὑποβρέχῃ

ὑποβρέχεται

쌍수 ὑποβρέχεσθον

ὑποβρέχεσθον

복수 ὑποβρεχόμεθα

ὑποβρέχεσθε

ὑποβρέχονται

접속법단수 ὑποβρέχωμαι

ὑποβρέχῃ

ὑποβρέχηται

쌍수 ὑποβρέχησθον

ὑποβρέχησθον

복수 ὑποβρεχώμεθα

ὑποβρέχησθε

ὑποβρέχωνται

기원법단수 ὑποβρεχοίμην

ὑποβρέχοιο

ὑποβρέχοιτο

쌍수 ὑποβρέχοισθον

ὑποβρεχοίσθην

복수 ὑποβρεχοίμεθα

ὑποβρέχοισθε

ὑποβρέχοιντο

명령법단수 ὑποβρέχου

ὑποβρεχέσθω

쌍수 ὑποβρέχεσθον

ὑποβρεχέσθων

복수 ὑποβρέχεσθε

ὑποβρεχέσθων, ὑποβρεχέσθωσαν

부정사 ὑποβρέχεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποβρεχομενος

ὑποβρεχομενου

ὑποβρεχομενη

ὑποβρεχομενης

ὑποβρεχομενον

ὑποβρεχομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to wet or moisten a little

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION