καθέλκω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
καθέλκω
καθέλξω
καθείλκυσα
καθείλκυσμαι
Structure:
κατ
(Prefix)
+
έ̔λκ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to draw, to the sea, launch
- to draw down or depress
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ναῦσ δεῖ καθέλκειν· (Aristophanes, Ecclesiazusae, Prologue 5:21)
- προθύμωσ ἐπιλαβέσθαι τῆσ κατασκευῆσ, προσκαρτερῶν καὶ αὐτὸσ τὰσ ἡμέρασ, τὸ μὲν οὖν ἥμισυ τοῦ παντὸσ τῆσ νεὼσ ἐν μησὶν ἓξ ἐξειργάσατο καὶ ταῖσ ἐκ μολίβου ποιηθείσαισ κεραμίσιν ἀεὶ καθ’ ὃ ναυπηγηθείη μέροσ περιελαμβάνετο, ὡσ ἂν τριακοσίων ὄντων τῶν τὴν ὕλην ἐργαζομένων τεχνιτῶν χωρὶσ τῶν ὑπηρετούντων, τοῦτο μὲν οὖν τὸ μέροσ εἰσ τὴν θάλασσαν καθέλκειν προσετέτακτο, τὴν λοιπὴν κατασκευὴν ἵν’ ἐκεῖ λαμβάνῃ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 40 3:1)
- πολλῶν δὲ λόγων καὶ θορύβου γιγνομένου παρ’ ὑμῖν ἐψηφίσασθε τετταράκοντα τριήρεισ καθέλκειν καὶ τοὺσ μέχρι πέντε καὶ τετταράκοντ’ ἐτῶν αὐτοὺσ ἐμβαίνειν καὶ τάλανθ’ ἑξήκοντ’ εἰσφέρειν. (Demosthenes, Speeches, 7:4)
- ἑβδόμῃ γὰρ φθίνοντοσ μεταγειτνιῶνοσ μηνὸσ ἐπὶ Μόλωνοσ ἄρχοντοσ, ἐκκλησίασ γενομένησ καὶ εἰσαγγελθέντων ὑμῖν πολλῶν καὶ μεγάλων πραγμάτων, ἐψηφίσασθε τὰσ ναῦσ καθέλκειν τοὺσ τριηράρχουσ· (Demosthenes, Speeches 41-50, 6:1)
- ὧν ἀκούοντεσ τότε ὑμεῖσ ἐν τῷ δήμῳ αὐτῶν τε λεγόντων καὶ τῶν συναγορευόντων αὐτοῖσ, ἔτι δὲ τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν ναυκλήρων περὶ ἔκπλουν ὄντων ἐκ τοῦ Πόντου, καὶ Βυζαντίων καὶ Καλχηδονίων καὶ Κυζικηνῶν καταγόντων τὰ πλοῖα ἕνεκα τῆσ ἰδίασ χρείασ τοῦ σίτου, καὶ ὁρῶντεσ ἐν τῷ Πειραιεῖ τὸν σῖτον ἐπιτιμώμενον καὶ οὐκ ὄντα ἄφθονον ὠνεῖσθαι, ἐψηφίσασθε τάσ τε ναῦσ καθέλκειν τοὺσ τριηράρχουσ καὶ παρακομίζειν ἐπὶ τὸ χῶμα, καὶ τοὺσ βουλευτὰσ καὶ τοὺσ δημάρχουσ καταλόγουσ ποιεῖσθαι τῶν δημοτῶν καὶ ἀποφέρειν ναύτασ, καὶ διὰ τάχουσ τὸν ἀπόστολον ποιεῖσθαι καὶ βοηθεῖν ἑκασταχοῖ. (Demosthenes, Speeches 41-50, 8:1)
Synonyms
-
to draw down or depress
Derived
- ἀνέλκω (to draw up, holds, up)
- ἀνθέλκω (to draw or pull against, to pull against)
- ἀφέλκω (to drag away, to drag or tow, away)
- διέλκω (to draw asunder, widen, to pull through)
- εἰσέλκω (to draw, haul, drag in or into)
- ἕλκω (to draw, drag, began to drag)
- ἐξέλκω (to draw or drag out, to drag out from, to drag along)
- ἐφέλκω (to draw on, drag or trail after, to lead)
- μεθέλκω (to draw to the other side)
- παρέλκω (to draw aside, pervert, to draw aside to oneself)
- περιέλκω (to drag round, drag about, to draw round another way)
- προσέλκω (to draw towards, draw on, to draw towards oneself)
- προσκαθέλκω (to haul down besides)
- συγκαθέλκω (to drag down together)
- συνέλκω (to draw together, to draw up, contract)
- συνεφέλκω (to draw after or along with, together)
- ὑφέλκω (to draw away gently, to draw, away)