Ancient Greek-English Dictionary Language

καλλίκαρπος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: καλλίκαρπος καλλίκαρπον

Structure: καλλικαρπ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. with beautiful fruit

Examples

  • βρύετε βρύετε χλοήρει μίλακι καλλικάρπῳ καὶ καταβακχιοῦσθε δρυὸσ ἢ ἐλάτασ κλάδοισι, στικτῶν τ’ ἐνδυτὰ νεβρίδων στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῖσ· (Euripides, choral, strophe 22)
  • ἐξῆν δὲ πάλιν ἀνδρὶ χρηστῷ, τῶν εὐτέκνων τινὰ καὶ σωφρόνων θαυμάσαντι γυναικῶν ἑτέρῳ γεγαμημένην, πεῖσαι τὸν ἄνδρα συνελθεῖν, ὥσπερ ἐν χώρᾳ, καλλικάρπῳ φυτεύοντα καὶ ποιούμενον παῖδασ ἀγαθούσ, ἀγαθῶν ὁμαίμουσ καὶ συγγενεῖσ ἐσομένουσ. (Plutarch, Lycurgus, chapter 15 7:2)

Synonyms

  1. with beautiful fruit

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION