헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καλάμη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καλάμη

형태분석: καλαμ (어간) + η (어미)

어원: v. ka/lamos

  1. 줄기, 갈대, 갈대 피리
  1. reed, stalk

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καλάμη

줄기가

καλάμᾱ

줄기들이

καλάμαι

줄기들이

속격 καλάμης

줄기의

καλάμαιν

줄기들의

καλαμῶν

줄기들의

여격 καλάμῃ

줄기에게

καλάμαιν

줄기들에게

καλάμαις

줄기들에게

대격 καλάμην

줄기를

καλάμᾱ

줄기들을

καλάμᾱς

줄기들을

호격 καλάμη

줄기야

καλάμᾱ

줄기들아

καλάμαι

줄기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καί τισ ὀρεσσαύλοιο δορὴ μετόπισθε χιμαίρησ ἐκκρεμὲσ ᾐώρητο καὶ αὐτῶν ἥπτετο μηρῶν, ποιμενίη δ’ ἀπέκειτο, βοῶν ἐλάτειρα, καλαῦροψ, τοῖοσ ἐπεὶ σύριγγοσ, ἐσ ἤθεα βαιὸν ὁδεύων, ἀγροτέρων καλάμων λιγυρὴν ἐδίωκεν ἀοιδήν· (Colluthus, Rape of Helen, book 155)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 155)

  • ἑλάνη δὲ ἡ λαμπὰσ καλεῖται, ὡσ Ἀμερίασ φησίν, Νίκανδροσ δ’ ὁ Κολοφώνιοσ ἑλάνην τὴν τῶν καλάμων δέσμην. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, compendium in ce 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, compendium in ce 1:4)

  • συντελέσαι ποιήσαντα οὕτωσ, κατὰ τόπουσ τῆσ χώρασ τὰσ ἐπικαιροτάτασ τῶν ὁδῶν διέλαβε σταθμοῖσ ἐπί τε τούτοισ ἐκ χαράκων καὶ τῶν καλάμων τῶν τε οἰσυίνων ἐπεβάλλετο σκηνὰσ χωρούσασ ἀνὰ τετρακοσίουσ ἄνδρασ καὶ πλείουσ ἔτι, καθὼσ ἂν ἐκποιῶσιν οἱ τόποι τό τ’ ἀπὸ τῶν πόλεων δέξασθαι καὶ τῶν κωμῶν μέλλον ἐπιρρεῖν πλῆθοσ, ἐνταῦθα δὲ λέβητασ ἐπέστησε κρεῶν παντοδαπῶν μεγάλουσ, οὓσ πρὸ ἐνιαυτοῦ καὶ πρὸ τοῦ μέλλειν μεταπεμψάμενοσ τεχνίτασ ἐξ ἄλλων πόλεων ἐχαλκεύσατο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 34 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 34 1:1)

  • τοῦ δὲ Μαρίου δεηθέντοσ τοῦτο ποιεῖν, ἀγαγὼν αὐτὸν εἰσ τὸ ἕλοσ καὶ πτῆξαι κελεύσασ ἐν χωρίῳ κοίλῳ παρὰ τὸν ποταμὸν ἐπέβαλε τῶν τε καλάμων πολλοὺσ καὶ τῆσ ἄλλησ ἐπιφέρων ὕλησ ὅση κούφη καὶ περιπέσσειν ἀβλαβῶσ δυναμένη. (Plutarch, Caius Marius, chapter 37 6:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 37 6:1)

  • ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν καλάμων καὶ τῶν αὐλίσκων τῶν εἰσ τὸ ὕδωρ καθιεμένων ἀληθὲσ εἰπεῖν, ὅτι κενουμένου τοῦ περιεχομένου κατὰ τὴν εὐρυχωρίαν αὐτῶν ἀέροσ ἢ κενὸσ ἀθρόωσ ἔσται τόποσ ἢ ἀκολουθήσει τὸ συνεχέσ· (Galen, On the Natural Faculties., B, section 17)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 17)

유의어

  1. 줄기

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION