- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἱππιοχάρμης?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: hippiocharmēs 고전 발음: [힙삐오카메:] 신약 발음: [입삐오카]

기본형: ἱππιοχάρμης ἱππιοχάρμες

형태분석: ἱππιοχαρμη (어간) + ς (어미)

어원: χάρμη

  1. 승마자, 기수
  1. one who fights from a chariot, a horseman, rider
  2. of the horse-fight

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἱππιοχάρμης

승마자 (이)가

ἱππιόχαρμες

승마자 (것)가

속격 ἱππιοχάρμους

승마자 (이)의

ἱππιοχάρμους

승마자 (것)의

여격 ἱππιοχάρμει

승마자 (이)에게

ἱππιοχάρμει

승마자 (것)에게

대격 ἱππιοχάρμη

승마자 (이)를

ἱππιόχαρμες

승마자 (것)를

호격 ἱππιοχάρμες

승마자 (이)야

ἱππιόχαρμες

승마자 (것)야

쌍수주/대/호 ἱππιοχάρμει

승마자 (이)들이

ἱππιοχάρμει

승마자 (것)들이

속/여 ἱππιοχάρμοιν

승마자 (이)들의

ἱππιοχάρμοιν

승마자 (것)들의

복수주격 ἱππιοχάρμεις

승마자 (이)들이

ἱππιοχάρμη

승마자 (것)들이

속격 ἱππιοχάρμων

승마자 (이)들의

ἱππιοχάρμων

승마자 (것)들의

여격 ἱππιοχάρμεσι(ν)

승마자 (이)들에게

ἱππιοχάρμεσι(ν)

승마자 (것)들에게

대격 ἱππιοχάρμεις

승마자 (이)들을

ἱππιοχάρμη

승마자 (것)들을

호격 ἱππιοχάρμεις

승마자 (이)들아

ἱππιοχάρμη

승마자 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀρτεμβάρης θ ἱππιοχάρμης καὶ Μασίστρης, ὅ τε τοξοδάμας ἐσθλὸς Ἰμαῖος, Φαρανδάκης θ, ἵππων τ ἐλατὴρ Σοσθάνης. (Aeschylus, Persians, episode, anapests7)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, episode, anapests7)

  • καὶ Ἕλληνος δ ἐγένοντο θεμιστοπόλοι βασιλῆες, Δῶρός τε ,Ξοῦθός τε καὶ Αἰόλος ἱππιοχάρμης εἰ δὲ μή, τοῖς ἄγαν πεζοῖς καὶ κακομέτροις, ὡς τὰ τοιαῦτα ἐγένοντο τοῦ μὲν Ἡρακλῆς τοῦ δ Ἴφικλος: (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 14:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 1, 14:1)

유의어

  1. 승마자

  2. of the horse-fight

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION