Ancient Greek-English Dictionary Language

φωνήεις

First/Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: φωνήεις φωνήεσσα φωνῆεν

Structure: φωνηεντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from fwnh/

Sense

  1. endowed with speech, vocal
  2. (of a lyre) musical
  3. (of a song) sounding
  4. (with λόγος) clear
  5. (grammar) consisting only as vowels

Examples

  • λέγουσι δὲ καὶ τὴν δοτικὴν ταωνι, ὡσ ἐν τῷ αὐτῷ Ἀριστοφάνησ, ἀμήχανον δὲ παρὰ Ἀττικοῖσ καὶ Ιὤσιν ἐν τοῖσ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ὀνόμασι τὴν τελευτῶσαν ἀπὸ φωνήεντοσ ἀρχομένην δασύνεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 578)
  • βραχεῖαι δὲ ὅσαι συνεστήκασιν ἐκ βραχέοσ φωνήεντοσ ἢ βραχέωσ λαμβανομένου, καὶ ὅσαι λήγουσιν εἰσ ταῦτα. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 153)
  • ὅτι βούλεται μὲν εἶναι βραχεῖα ἡ πρώτη συλλαβὴ τοῦ κλυτάν, μακροτέρα δ’ ἐστὶ τῆσ βραχείασ ἐξ ἀφώνου τε καὶ ἡμιφώνου καὶ φωνήεντοσ συνεστῶσα. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2242)
  • ἀπὸ φωνήεντοσ τοῦ ε λαμβάνον τὴν ἀρχὴν διέσπακε τῷ μεταξὺ χρόνῳ τὸν ἦχον οὐκ ὄντι ὀλίγῳ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2254)

Synonyms

  1. musical

  2. sounding

  3. clear

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION