Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐώδης εὐῶδες

Structure: εὐωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: o)/dwda

Sense

  1. sweetsmelling, fragrant, (of wines) having a bouquet

Examples

  • Αἴγεια δὲ κρέα, ὅσα τε βοείοισιν ἔνι κακὰ, πάντα ἔχει, τήν τε ἀπεψίην, καὶ φυσωδέστερα καὶ ἐρευγματώδεα, καὶ χολέρησ γεννητικά‧ ἔστι δὲ τὰ εὐωδέστατα, στερεὰ καὶ ἥδιστα, ταῦτα ἄριστα δίεφθα καὶ ψυχρά‧ τὰ δὲ ἀηδέστατα, δυσώδεα καὶ σκληρὰ, ταῦτα κάκιστα, καὶ τὰ πρόσφατα‧ βέλτιστα δέ ἐστι τῇ θερινῇ, μετοπωρινῇ δὲ κάκιστα. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 18.16)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION